Πέμπτη 21 Μαρτίου 2019

ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΟΣΙΟΥ ΠΑΪΣΙΟΥ ΒΕΛΙΤΣΚΟΦΣΚΙ



Ο όσιος Παΐσιος Βελιτσκόφσκι ήταν ο μοναχός που του παραχωρήθηκε η μικρή και ταπεινή ΙΕΡΑ ΣΚΗΤΗ ΠΡΟΦΗΤΗ ΗΛΙΑ και πολύ σύντομα την μετέτρεψε σε ένα από τα σημαντικότερα ασκητικά κέντρα του 18ου αιώνα στον ορθόδοξο κόσμο. Ας δούμε την βιογραφία του αφού πέρα από τον σημαντικό του ρόλο στην σκήτη του ΠΡΟΦΗΤΗ ΗΛΙΑ στο ΑΓΙΟ ΟΡΟΣ είναι και μία από τις σπουδαιότερες μορφές στην εξέλιξη του ορθόδοξου μοναχισμού.

ΟΣΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ ΒΕΛΙΤΣΚΟΦΣΚΙ
Ο όσιος Παΐσιος Βελιτσκόφσκι (1722-1794) υπήρξε μια μεγάλη μορφή του μοναχισμού που έζησε μερικά χρόνια στο Άγιο Όρος και έζησε γενικά στις σλαβικές χώρες, και κυρίως στην Ουκρανία, την Μολδαβία και την Βλαχία, αλλά επεκτάθηκε σε όλο τον χώρο των Βαλκανίων, της Ρωσίας και σε άλλες περιοχές. Πρόκειται για μια εκπληκτική προφητική φυσιογνωμία στον χώρο του μοναχισμού τον 18ο αιώνα που επανέφερε τον μοναχισμό των Βαλκανίων και της Ρωσίας στις πατερικές αρχαίες πηγές του, αφού ο μοναχισμός είχε αλλοιωθεί από τις μεταρρυθμίσεις που έγιναν επί Μεγάλου Πέτρου, όταν εισέρρευσε στην Ρωσία το δυτικό, διαφωτιστικό και ρομαντικό πνεύμα της Δύσεως.  Έζησε για ένα χρονικό διάστημα στο Άγιο Όρος, και μετάφρασε στα ρωσοσλαβικά τα κείμενα των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας που κάνουν λόγο για την ησυχαστική παράδοση της Εκκλησίας, για την κάθαρση της καρδιάς, τον φωτισμό του νου και την θέωση, δηλαδή κείμενα που απαρτίζουν την γνωστή «Φιλοκαλία».

 Η πορεία του προς τον μοναχισμό.
Το κοσμικό όνομά του ήταν Πέτρος και γεννήθηκε στην Πολτάβα της Ουκρανίας, της Μικράς Ρωσίας, όπως λεγόταν η Ουκρανία, το έτος 1722. Έμεινε ορφανός από πατέρα σε ηλικία 4 ετών. Στην ηλικία των δέκα χρόνων διάβαζε την Παλαιά και Καινή Διαθήκη, το βιβλίο Μαργαρίτης του ιερού Χρυσοστόμου, τον όσιο Εφραίμ τον Σύρο, τον αββά Δωρόθεο και άλλα βιβλία. Με την ανάγνωση αυτή γεννήθηκε μέσα του η αγάπη για τον μοναχισμό. Όταν σπούδαζε στο Κίεβο έδειχνε περισσότερο ζήλο για τα πνευματικά ζητήματα, παρά για τα σχολαστικά μαθήματα που διδάσκονταν τότε στην Εκκλησιαστική Σχολή. Ο ίδιος περιγράφει έναν χαρακτηριστικό διάλογο με τον Σχολάρχη του που δείχνει τον πρώϊμο ζήλο του για την πατερική ησυχαστική Παράδοση. Επισκεπτόταν την σπηλαιώτικη Λαύρα του Κιέβου και εμπνεόμενος από την μοναχική ζωή και από την άσκηση των μοναχών αναπτυσσόταν μέσα του η αγάπη για τον μοναχισμό και μάλιστα για την ερημική ζωή. Αναζητούσε ασκητές, ερημίτες Πατέρες και ωφελείτο από την παρουσία τους και τα λόγια τους.  Για την ικανοποίηση του μεγάλου του πόθου να μονάσει σε ησυχία και κακοπάθεια εγκατέλειψε τις σπουδές του στο Κίεβο, καθώς επίσης αποχωρίσθηκε την μητέρα του, μέσα σε μια συγκινητικότατη και συναισθηματικά φορτισμένη ατμόσφαιρα. Είναι εκπληκτικός αφ’ ενός μεν ο ζήλος του για την μοναχική ζωή, αφ’ ετέρου δε η ισχυρή του θέληση για την εκπλήρωση του πόθου του. Εκπλήσσεται κανείς διαβάζοντας τις ταλαιπωρίες του για την αναζήτηση ενός κατάλληλου τόπου, την επίσκεψή του σε διάφορα μοναστικά κέντρα και την συνάντησή του με ερημίτες στους οποίους ήθελε να κάνει υπακοή για την σωτηρία του, χαρακτηριστική δε περίπτωση είναι ο ερημίτης Ησύχιος. Πέρασε ποτάμια, δάση, σύνορα, με πολλές δυσκολίες, με αφάνταστες και απερίγραπτες ταλαιπωρίες. Στην αναζήτηση κατάλληλου τόπου έφθασε στην Ιερά Μονή του Αγίου Νικολάου που βρίσκεται στον ποταμό Τιασμίνα και ονομάζεται Μεντβέντοβσκι, όπου και έλαβε το μικρό μοναχικό σχήμα και ονομάσθηκε Πλάτων. Ο διωγμός, όμως, που ξέσπασε εναντίον της Μονής, αφού οι αξιωματούχοι της περιοχής τους πίεζαν να προσχωρήσουν στην Ουνία, τον εξανάγκασε να επιστρέψη στην Σπηλαιώτικη Λαύρα του Κιέβου. Ευρισκόμενος εκεί ωφελήθηκε ψυχικά από την παρουσία μεγάλων ασκητών Πατέρων, που διακρίνονταν για την άσκησή τους και τις αρετές τους. Οι ασκητές, όμως, αυτοί δεν δέχονταν συνήθως να καθοδηγήσουν άλλους, ενώ εκείνος αναζητούσε πνευματικό καθοδηγό για την πνευματική του ζωή. Γι’ αυτό αναζήτησε αυτόν τον πνευματικό καθοδηγό στην Μολδαβία, περνώντας διάφορα μέρη μέσα στο χιόνι που έφθανε μέχρι το γόνατο, αντιμετωπίζοντας απροσδόκητες δυσκολίες όταν περνούσε τα σύνορα με άλλους συνοδοιπόρους του. Στην πορεία του αυτή συνάντησε πολλούς καλούς ασκητές που ζούσαν με βαθειά και μεγάλη άσκηση. Στην σκήτη Κίρνουλ συνάντησε ασκητές, ερημίτες πατέρες που ζούσαν την ησυχαστική παράδοση. Εκεί διδάχθηκε ο όσιος Παΐσιος «τι είναι εργασία και θεωρία και αληθινή νοερά ησυχία. Εκεί, όχι μόνο έμαθε την νήψη και προσοχή που τελείται στην καρδιά δια του νοός και τη νοερά προσευχή, αλλά και απήλαυσε στην καρδιά τη θεία ενέργεια που κινείται από αυτήν». Η θεία, όμως, Πρόνοια ήθελε τον όσιο Παΐσιο στο Άγιον Όρος «ώστε να επαυξήσει τον θησαυρό και να δώσει αφθόνως σε όλους που ζητούν από αυτόν ωφέλεια από την πνευματική διδασκαλία». Αναζητούσε εκεί «κάποιον πεπειραμένο πνευματικό πατέρα, που θα ζούσε στην ησυχία, για να παραδοθεί στην υπακοή του με το σώμα και την ψυχή, και για να μάθει από αυτόν τον τρόπο της πνευματικής ζωής». Έφθασε στην Μεγίστη Λαύρα, εόρτασε με τους Πατέρες την πανήγυρη του οσίου Αθανασίου και από εκεί πήγε στην Σκήτη της Μονής Παντοκράτορος. Εγκαταστάθηκε σε μια καλύβη και αναζητούσε τον κατάλληλο πνευματικό οδηγό. Ζούσε με μεγάλη άσκηση, μετάνοιες, εγκράτεια, απόλυτη ακτημοσύνη, πτωχεία, σκληραγωγία, ακόμη και στο κρεβάτι, αδιάλειπτη προσευχή, αγάπη στον Θεό και τον πλησίον, μνήμη θανάτου, ψαλμωδία, ανάγνωση των Αγίων Γραφών, αλλά και συνεχή δάκρυα, γιατί δεν βρήκε ησυχαστή Πνευματικό Πατέρα για να του κάνη υπακοή. Την εποχή αυτή έλαβε το μέγα αγγελικό σχήμα περί το έτος 1750. Ήταν τότε σε ηλικία 28 ετών και μετονομάσθηκε από Πλάτων σε Παΐσιο. Και αφού δεν είχε κατάλληλο πνευματικό οδηγό, ακολουθούσε την διδασκαλία των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας που διάβαζε στα συγγράμματά τους. Έτσι, ο ζήλος του για την μοναχική ζωή, που αναπτύχθηκε από την μικρή του ηλικία, ικανοποιήθηκε με την δωρεά του μεγάλου μοναχικού σχήματος, και την αγάπη του για την ιερά ησυχία και την μοναχική ζωή. Ο όσιος Παΐσιος, με την φώτιση του Θεού, κατάλαβε την μεγάλη αξία της Αγίας Γραφής και των συγγραμμάτων των αγίων Πατέρων τα οποία μελετούσε από μικρό παιδί και διαβάζοντας αυτά τα κείμενα αυξανόταν ο ζήλος του για να αποκτήση την κοινωνία του με τον Θεό. Ήδη ως δόκιμος μοναχός στην Μονή του Λιούμπετς κάποιος μοναχός του έδωσε να διαβάση το βιβλίο Κλίμαξ του Ιωάννου του Σιναΐτου, πράγμα που τον γέμισε μεγάλη χαρά. Για να μπορέση να το έχη πάντα μαζί του το αντέγραφε όλη την νύκτα, χρησιμοποιώντας έναν δαυλό, που γέμιζε το κελλί του με καπνό. Ο ίδιος ο όσιος Παΐσιος διηγείται ότι απέκτησε αυτήν την αγάπη στα Πατερικά βιβλία, γιατί λόγω ελλείψεως κατάλληλου πνευματικού οδηγού ήθελε και για τον εαυτό του, αλλά και για τους μοναχούς που με την πάροδο του χρόνου ανελάμβανε, να μην αποκλίνει «από το ορθό φρόνημα της Αγίας Καθολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας». Έτσι, άρχισε να αποκτά διάφορα Πατερικά βιβλία στην «σλαβική» γλώσσα, «τα οποία διδάσκουν περί υπακοής και προσοχής, νήψεως και προσευχής», περιορίζοντας την τροφή και υπομένοντας την φτώχια. Διαβάζοντας τα ήδη μεταφρασμένα βιβλία στην σλαβονική γλώσσα διαπίστωσε ότι υπήρχαν σοβαρά λάθη και γι’ αυτό δεν μπορούσε να βγάλει καθαρό νόημα. Στην αρχή προσπάθησε να τα διορθώσει, χρησιμοποιώντας άλλα σλαβικά μεταφρασμένα βιβλία, αλλά και αυτό το έργο το βρήκε πολύ δύσκολο και ακατόρθωτο. Όταν, όμως, ύστερα από την «πολυετή παραμονή» του στον Άγιον Όρος «έμαθε σε κάποιο βαθμό την ελληνική γλώσσα», αναζητούσε να βρει τα βιβλία γραμμένα στο πρωτότυπο, ώστε από αυτά να διορθώσει τα σλαβονικά βιβλία. Διαπίστωσε ότι και αυτό το έργο ήταν δύσκολο και αδύνατο. Επισκεπτόταν τις Σκήτες του Αγίου Όρους, όπως της Αγίας Άννας, του Αγίου Δημητρίου της Μονής Βατοπεδίου, τις Σκήτες και τα Μοναστήρια του Αγίου Όρους, αλλά και τους πεπειραμένους Γέροντες για να βρει βιβλία που αναφέρονται στην ησυχαστική και νηπτική ζωή, όπως του αγίου Φιλοθέου του Σιναΐτου, του Ησυχίου του Πρεσβυτέρου, αλλά κανείς δεν γνώριζε την ύπαρξή τους. Αυτό τον στενοχωρούσε υπερβολικά. Αφηγείται την μεγάλη χαρά που δοκίμασε, όταν σε μια οδοιπορία του από την Μονή της Μεγίστης Λαύρας προς την Σκήτη της Αγίας Άννης, πέρασε από την Σκήτη του Αγίου Βασιλείου και συνάντησε έναν μοναχό που αντέγραφε τα βιβλία του οσίου Πέτρου του Δαμασκηνού, του Αντωνίου του Μεγάλου, του αγίου Γρηγορίου του Σιναΐτου, του αγίου Φιλοθέου, του αγίου Ησυχίου, του αγίου Διαδόχου, του αγίου Θαλασσίου, του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, του αγίου Νικηφόρου του Μοναχού, το βιβλίο του αγίου Ησαΐα κλπ. Ύστερα από πολλές παρακλήσεις και έξοδα απέκτησε πολλά τέτοια νηπτικά κείμενα, και επανήλθε στην Μολδαβία στην μεγάλη Αδελφότητα, που εν τω μεταξύ είχε δημιουργηθεί, οπότε και επιδόθηκε στην μετάφραση των αυτών κειμένων. Στην αρχή προσπάθησε να διορθώσει τα ήδη μεταφρασμένα κείμενα στην σλαβονική γλώσσα, χρησιμοποιώντας τα πρωτότυπα ελληνικά κείμενα. Επειδή και το έργο αυτό ήταν δύσκολο, διότι δεν είχαν μεταφρασθεί καλά, άρχισε να τα μεταφράζει από την αρχή. Ο όσιος Παΐσιος μετέφραζε τα κείμενα από την ελληνική στήν Ρωσοσλαβονική γλώσσα, αυτή πού είχε επικρατήσει τόν 17ο αιώνα στά βιβλία πού είχαν εκδοθεί στήν Ρωσία. Έκανε τις μεταφράσεις των νηπτικών αυτών βιβλίων, αυτών πού είναι εντεταγμένα μέσα στο βιβλίο Φιλοκαλία των ιερών νηπτικών με πολύ ζήλο, γιατί αφ’ ενός μεν σε αυτά βρήκε την σοφία των Πατέρων και τον τρόπο με τον οποίο κανείς μπορεί να φθάσει στην ένωση με τον Θεό, αφ’ ετέρου δε για να τα δώση στους υποτακτικούς του προκειμένου να γίνουν τροφή σε αυτούς πού θέλουν να μυηθούν στην διδασκαλία των αγίων Πατέρων. Έτσι, ο όσιος Παΐσιος συνετέλεσε όσον λίγοι στην ανανέωση του μοναχισμού στην Ουκρανία, την Μολδαβία, την Βλαχία, την Ρωσία και σε άλλες χώρες. Ήταν στην κυριολεξία πνευματικός καθοδηγός εκατοντάδων και χιλιάδων μοναχών. Στό Άγιο Όρος έζησε δέκα οκτώ χρόνια από το 1746 εώς το 1763. Στην αρχή παρέμενε σ’ ένα μικρό καλύβι κοντά στην Ιερά Μονή Παντοκράτορος. Σιγά-σιγά άρχιζαν να έρχονται κοντά του διάφοροι μοναχοί, οπότε αναγκάσθηκαν να αγοράσουν καί άλλη καλύβα πιο ψηλά από τήν δική τους και στην συνέχεια αγόρασαν τό κελλί τού Αγίου Κωνσταντίνου. Η συνοδεία αποτελείτο από ρουμανόφωνους και σλαβόφωνους αδελφούς. Τον καιρό εκείνο για χάρη της αδελφότητας πιέσθηκε και από σεβάσμιους Πνευματικούς Πατέρες να δεχθή την ιερωσύνη για να εξυπηρετήσει την αδελφότητα. Όταν είχαν μαζευθεί εκεί, κάτω από την πνευματική του καθοδήγηση, είκοσι μοναχοί, μετακόμισαν στην Σκήτη τού Προφήτη Ηλία. Οι ακολουθίες γίνονταν σε δύο γλώσσες, τήν Σλαβονική καί τήν Ρουμανική, ως εργόχειρο είχαν το να κατασκευάζουν κουτάλια, τα οποία πωλούσαν, ώστε και αυτοί να έχουν τα απαραίτητα, αλλά και να φιλοξενούν αδελφούς. Η φήμη του είχε εξαπλωθή σέ όλο τό Άγιο Όρο και πολλοί έρχονταν για να εξομολογηθούν, ακόμη και ο Πατριάρχης Σεραφείμ, πού τότε διέμενε στην Μονή Παντοκράτορος. Για ένα μικρό διάστημα με μερικούς μοναχούς μετέβη στην Ιερά Μονή Σίμωνος Πέτρας, αλλά επειδή το Μοναστήρι ήταν χρεωμένο γι’ αυτό δεν μπορούσε νά μείνει περισσότερο εκεί. Πάντως, με τον τρόπο της ζωής του «φώτισε ολόκληρο το Άγιο Όρος» και «όλοι οι Αγιορείτες εθαύμασαν τή λάμψη αυτού τού φωτός». Όταν, όμως, «έγινε πολυάριθμη η αδελφότητα στην σκήτη του Προφήτη Ηλία και δεν χωρούσε πιά, τότε έφυγε και πήγε στή Μολδαβία. Τον ακολούθησαν εξήντα έξι μοναχοί. Ο όσιος Παΐσιος με τους μοναχούς του εγκαταστάθηκε στην Μονή Ντραγκομίρνα και υποβλήθηκαν σε πολλούς κόπους για να την ανασυγκροτήσουν και στην οποία έβαλε την αγιορείτικη τάξη. Είχε ρυθμίσει το τυπικό του Κοινοβίου βάσει των τυπικών και των συγγραφών τού Μ. Βασιλείου. Στήν Ιερά Μονή Ντραγκομίρνα παρέμειναν δώδεκα χρόνια (1763-1775), όπου και λόγω του Ρωσοτουρκικού πολέμου, εξυπηρέτησαν μεγάλο πλήθος ανθρώπων πού συγκεντρώθηκαν στό Μοναστήρι. Στο τυπικό της Μονής πού εκπόνησε ο όσιος Παΐσιος τό 1763 «προέβλεπε ότι ο ηγούμενος τής μονής έπρεπε νά γνωρίζει τρείς γλώσσες, τήν ελληνική, τή σλαβική καί τή ρουμανική». Όμως, όταν εγκαταστάθηκαν στό Μοναστήρι οι Γερμανοί (οι Αυστριακοί) και ο όσιος κατάλαβε ότι δεν μπορούσε «νά ζήσει κάτω από τούς παπικούς» μετακινήθηκαν με μεγάλη θλίψη και πόνο σε άλλη Μονή σταδιακά, δηλαδή στην Μονή τού Σέκου. Έτσι, από τήν Ντραγκομίρνα μετακινήθηκαν το 1775 στήν Μονή του Σέκου, όπου κουράσθηκαν υπερβολικά για να κατασκευάσουν κελλιά ώστε νά εγκατασταθή όλη η αδελφότητα. 

Το μέρος ήταν ήσυχο και ερημικό. Η κατάσταση της αδελφότητας, μετά από πολλούς αγώνες τριών ετών, έφθασε στο επίπεδο της προηγούμενης Μονής και αυτό χαροποιούσε τον όσιο Παΐσιο . Αλλά ο Πρίγκιπας Κωνσταντίνος Μουρούζης προέτρεψε και πίεσε τον όσιο Παΐσιο να εγκατασταθή στην Μονή Νεάμτς. Ο όσιος δέν επιθυμούσε μια τέτοια μετακίνηση ύστερα από τόσες ταλαιπωρίες, αλλά τελικά υπέκυψε από υπακοή στήν επιθυμία τού Πρίγκιπα. Το έτος 1779 ένα τμήμα της αδελφότητος μετακινήθηκε στην Ιερά Μονή Νεάμτς. Νέοι αγώνες τον περίμεναν εκεί για την ανασυγκρότηση της Ιεράς Μονής, πράγμα πού δυσκόλευσε και στενοχώρησε τον όσιο Παΐσιο. Στήν Μονή αυτή ο όσιος Παΐσιος κατασκεύασε Νοσοκομείο και Ξενώνα για τους γέροντες, τους χωλούς και τυφλούς πού έρχονταν και τον παρακαλούσαν νά τούς δεχθή και να τους ελεήση. Εδώ ο αριθμός των μοναχών, μαζί με αυτούς που ήταν στις Σκήτες, έφθασε στους τριακόσιους. Πάντως, προς το τέλος της ζωής του οσίου Παϊσίου στην Μονή Νεάμτς είχαν συγκεντρωθή κοντά του περίπου 700 μοναχοί. Ο όσιος Παΐσιος βρήκε τον δρόμο τού ησυχασμού και της νοεράς προσευχής, οπότε η καρδιά του γέμισε από την Χάρη τού Θεού, και στην συνέχεια ξεχύλισε αυτή η ζωή στήν διδασκαλία προς τούς μοναχούς πού έτρεχαν από παντού γιά νά ακούσουν τήν θεία σοφία πού έβγαινε από το στόμα του, κυρίως, όμως από την καρδιά του.

 Η βίωση τού ησυχαστικού μοναχισμού.
Η ανάγνωση και η μετάφραση των ησυχαστικών βιβλίων ανταποκρινόταν στην αναζήτηση τού οσίου Παϊσίου από την μικρή του ηλικία, αλλά συγχρόνως, άναβε ακόμη περισσότερο τον πόθο του για την ησυχαστική ζωή. Ο όσιος Παΐσιος αγάπησε τήν νοερά ησυχία καί τήν νηπτική παράδοση τής Εκκλησίας καί επιδόθηκε μέ ζήλο στήν απόκτηση αυτής τής μεθόδου, διά τής οποίας ο άνθρωπος αποκτά τήν ενότητά του μέ τόν Θεό. Τά φυσικά χαρίσματα πού είχε, αλλά καί οι καρποί της ησυχίας και της προσευχής ήταν ευδιάκριτα. «Τήν οξύνοια καί τή μνήμη του, πού τή στερέωσε η Χάρη, κανείς δεν μπορεί να την περιγράψει. Ήταν ταχύς στην κατανόηση των υψηλοτέρων δογματικών θεμάτων. Ο Μητροφάνης, πού έζησε τόν όσιο Παΐσιο από κοντά, περιγράφει καί τήν όλη παρουσία του, αφού καί αυτό τό σώμα του είχε μεταμορφωθή από τήν Χάρη τού Θεού πού κατοικούσε μέσα του. Ο βιογράφος του περιγράφει καί μερικά θαυμαστά γεγονότα πού έζησε βλέποντας τόν όσιο Παΐσιο. Ο όσιος Παΐσιος είχε «καί τό χάρισμα τής προοράσεως καί ό,τι προέβλεψε συνέβη», αλλά καί, ενώ βρισκόταν στό κελλί του, γνώριζε τίς διαθέσεις όλων τών αδελφών τής Μονής. Δέν τού έλειπαν δέ και τα θαύματα. Μιά τέτοια προσωπικότητα πού διέθετε πολλά πνευματικά χαρίσματα, την ησυχία και την νοερά προσευχή, αλλά και διδασκαλία, συγκέντρωνε πολλούς μοναχούς κοντά του και με αυτόν τον τρόπο ανακαίνισε τον μοναχισμό της εποχής του, μεταφέροντας σε αυτόν την νηπτική παράδοση των Πατέρων της Εκκλησίας.

Οι περισσότεροι μοναχοί στην εποχή του, εκτός από τις φωτεινές εξαιρέσεις πού και ο ίδιος γνώρισε στα σπήλαια τής Λαύρας τού Κιέβου και αλλού, είχαν αλλοιωθή τόσο, ώστε διατηρούσαν μόνον τήν εξωτερική μορφή τού μοναχισμού.

 Τό οσιακό τέλος του.
Τό τέλος ενός τέτοιου αγίου ήταν αντάξιο της ζωής του. Σε όλη του την ζωή ζούσε με ησυχία και νοερά προσευχή, και έτσι έπρεπε να τελειώση τον βίο του και να περάση στην αιωνιότητα. Κατά την μαρτυρία τού βιογράφου του Μητροφάνη «πολλές ημέρες νωρίτερα έλαβε ειδοποίηση από τον Κύριο περί τού θανάτου του, διότι σταμάτησε πιά τή μετάφραση των πατερικών έργων». Τον επισκέφθηκε στό κελλί του και τόν είδε «εξαιρετικά χαρούμενο». Τού έθεσε «τέσσερα δύσκολα θεολογικά ερωτήματα» καί εκείνος τού έδωσε καλές εξηγήσεις. Όταν αποχώρησε από τό κελλί του, τότε ο αδελφός που τον υπηρετούσε «κλείδωσε τήν πόρτα και δεν επέτρεψε σέ κανέναν νά μπεί μέσα. Τήν επομένη ημέρα αρρώστησε. Τότε δέν επέτρεψε σε κανέναν να κτυπήσει την πόρτα, για να μήν επιδεινωθεί η κατάστασή του». Υπέφερε τρείς ημέρες και την Κυριακή πού αισθάνθηκε καλύτερα πήγε στην θεία Λειτουργία. Πολύ δύσκολα επέστρεψε στο κελλί του.  «Όταν έφθανε τό τέλος κοινώνησε τών αχράντων μυστηρίων, καί αφού κάλεσε δύο πνευματικούς, διά τών οποίων μετέφερε σ’ όλους τούς αδελφούς ευλογία καί ειρήνη, αποδήμησε σάν νά κοιμήθηκε καί παρέδωσε τήν ψυχή του στά χέρια τού Θεού, αφήνοντας τήν αδελφότητα, σύμφωνα μέ τήν κρίση τής κοινής σύναξης, νά εκλέξει Γέροντα καί ποιμένα». 

Όταν έγινε γνωστή η εκδημία τού οσίου Παϊσίου μαζεύθηκε πλήθος μοναχών και ιερέων και απλών ανθρώπων, και έγινε κοινός θρήνος όλων. Εκοιμήθη την 15η Νοεμβρίου τού έτους 1794. Οσιακή ζωή, οσιακή καί η κοίμηση. Ζωή ησυχαστική, κοίμηση και εκδημία προς τον Κύριο ησυχαστική.

Η ΦΙΛΟΚΑΛΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ ΣΤΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟ ΚΟΣΜΟ


Η φιλοκαλική κίνηση στον ορθόδοξο χριστιανικό κόσμο 

Μελετώντας την νεότερη και σύγχρονη ιστορία των Βαλκανίων και της ανατολικής Ευρώπης θα δούμε πολλά κινήματα που προσπάθησαν να αντισταθούν στον λεγόμενο δυτικοευρωπαικό εκσυγχρονισμό. Ένα από αυτά ήταν και η φιλοκαλική κίνηση που σας παρουσιάζουμε παρακάτω.
Η φιλοκαλική κίνηση παρατηρήθηκε τον 18ο αιώνα στον ορθόδοξο κόσμο και μάλιστα λέγεται και φιλοκαλική αναγέννηση. Έπαιξε σημαντικό ρόλο στην αναβίωση τις Ορθοδόξου Παραδόσεως και ανέδειξε νέους αγίους Πατέρες και Νεομάρτυρες. Ο όσιος Παΐσιος Βελιτσκόφσκι, χωρίς να το επιδιώξη ήταν κύριος εκπρόσωπός της. Είναι γνωστόν ότι στήν Ευρώπη τον 18ο αιώνα αναπτύχθηκε ένα ιδεολογικό ρεύμα πού ονομάσθηκε Διαφωτισμός, ο οποίος αποδεσμεύθηκε από το κοσμοείδωλο τού δυτικού Χριστιανισμού και στηρίχθηκε στους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους και συγγραφείς. Τέτοιες διαφωτιστικές ιδέες, έστω και με μετριότερη μορφή μετέφεραν στην Ελλάδα οι Έλληνες διαφωτιστές, όπως ο Αδαμάντιος Κοραής, ο οποίος ενδιαφερόταν για την έκδοση των έργων των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων και συγγραφέων. Αυτήν την περίοδο στον ελληνικό χώρο εμφανίσθηκαν οι λεγόμενοι Κολλυβάδες ή Φιλοκαλικοί Πατέρες, όπως ο άγιος Μακάριος ο Νοταράς, ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, ο όσιος Αθανάσιος Πάριος κ. ά., οι οποίοι κινήθηκαν σε αντίθετη κατεύθυνση από αυτήν πού εκινούντο οι Διαφωτιστές, δηλαδή αναζητούσαν και δημοσίευαν κείμενα των Πατέρων της Εκκλησίας και κυρίως κείμενα που αναφέρονταν στην ορθόδοξη ησυχία, η οποία είναι η μόνη μέθοδος Θεογνωσίας. Ο άγιος Μακάριος, πρώην Κορίνθου, Νοταράς (1731-1805) εργάσθηκε πολύ για την εύρεση και συγκρότηση των συγγραμμάτων των νηπτικών Πατέρων της Εκκλησίας και έδωσε σε αυτά τον τίτλο Φιλοκαλία των ιερών νηπτικών. Ο όσιος Παΐσιος ο Βελιτσκόφσκι αναφέρεται σε αυτόν τον μεγάλο ησυχαστή Επίσκοπο πού πήγε στο Άγιο Όρος για την ανεύρεση και συλλογή αυτών των νηπτικών κειμένων. Κάνει εντύπωση πού μεταξύ των άλλων ο όσιος Παΐσιος γράφει: «Όταν ήρθε στό Άγιον Όρος». Γνωρίζουμε, όμως, ότι ο άγιος Μακάριος ήταν στο Άγιο Όρος το 1775, ενώ ο όσιος Παΐσιος είχε φύγει από τό Άγιο Όρος το 1763. Έτσι, αυτό το «ήρθε» τού οσίου Παϊσίου δείχνει ότι αισθανόταν και ενεργούσε ως αγιορείτης, παρόλο που εκείνο τον καιρό ζούσε στην Μολδαβία. Πάντως, ο όσιος Παΐσιος αναφέρεται με πολύ ωραία λόγια για τον άγιο Μακάριο, Επίσκοπο πρώην Κορίνθου, αφού είχαν την ίδια επιθυμία και την ίδια αναζήτηση. Αφηγείται πώς ο Επίσκοπος Μακάριος ερεύνησε όλες τις Βιβλιοθήκες των Ιερών Μονών τού Αγίου Όρους, πώς ανακάλυψε αυτόν τον «ανεκτίμητο θησαυρό» στην Μονή Βατοπεδίου, όπως και άλλα συγγράμματα πού ήταν άγνωστα μέχρι τότε. Ο Επίσκοπος Μακάριος τα αντέγραψε, με την βοήθεια εμπείρων αντιγραφέων, τα διάβασε με επιμέλεια από το πρωτότυπο και τα διόρθωσε. Έγραψε δε και σύντομη βιογραφία των αγίων πού τα συνέταξαν. Μάλιστα αυτά τα συγγράμματα, όπως γράφει, είναι για τούς αθλητές τού μοναχικού βίου στον αγώνα με τα αόρατα πνεύματα. Και ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης (1749-1809) βοήθησε στην έκδοση της Φιλοκαλίας ύστερα από παρότρυνση τού αγίου Μακαρίου, πρώην Κορίνθου όταν επισκέφθηκε το 1777 το Άγιο Όρος και τον συνάντησε. Εδώ προξενεί ιδιαίτερη εντύπωση η επικοινωνία μεταξύ αυτών των τριών μεγάλων μορφών της εποχής εκείνης, ήτοι τού οσίου Παϊσίου Βελιτσκόφσκι, τού αγίου Μακαρίου, επισκόπου πρώην Κορίνθου, και τού αγίου Νικοδήμου τού Αγιορείτου. Αγαπούσαν Κάι οι τρείς την ησυχαστική παράδοση και ζωή, την θεωρούσαν ως την ουσία της ορθόδοξης εκκλησιαστικής ζωής, αγωνίσθηκαν για να εντοπίσουν και να ανακαλύψουν τα νηπτικά συγγράμματα των ησυχαστών Πατέρων και έκαναν τα πάντα για να τα εκδώσουν και να τα διαδώσουν. Κυρίως, αγάπησαν την νοερά ησυχία και την νοερά-καρδιακή προσευχή, και κατάλαβαν την αξία τους για την ένωση τού νού τού ανθρώπου με τον Θεό.

Έτσι, οι φιλοκαλικοί Πατέρες άγιος Μακάριος Νοταράς, άγιος Νικόδημος ο αγιορείτης κ.ά. συνετέλεσαν στήν αναγέννηση τού ησυχαστικού μοναχισμού και της ησυχαστικής παραδόσεως, η οποία αντιστάθηκε στο ρεύμα τού Διαφωτισμού, πού επιδίωκε τήν επαναφορά τού νέου ελληνισμού στην αρχαία Ελλάδα, περιφρονώντας όλη τήν ενδιάμεση βυζαντινή-ρωμαίϊκη-πατερική περίοδο. Κατά τον ίδιο τρόπο και ο όσιος Παΐσιος Βελιτσκόφσκι αντιστάθηκε με θετικό τρόπο σε όλο το διαφωτιστικό ρεύμα πού είχε εισχωρήσει στην Ρωσία και την γύρω περιοχή, όπως, άλλωστε και ο ίδιος τό είχε συναντήσει στήν Εκκλησιαστική Σχολή τού Κιέβου, ως ιεροσπουδαστής. Ήδη ο όσιος Παΐσιος για να καλύψει την απουσία πνευματικού οδηγού και προκειμένου να καθοδηγήση την αδελφότητά του ενδιαφέρθηκε για την εύρεση, μελέτη και μετάφραση νηπτικών κειμένων των ησυχαστών Πατέρων. Έχει εντοπισθή προηγούμενως αυτή η προσπάθειά του. Όταν είχε αναχωρήσει από τό Άγιον Όρος καί βρισκόταν στήν Μολδαβία πληροφορήθηκε την παράλληλη κίνηση τού αγίου Μακαρίου Νοταρά για την εύρεση και συγκέντρωση των κειμένων των νηπτικών Πατέρων. Οι πληροφορίες μεταφέρονται σε αυτόν από τόν μαθητή του μοναχό Γρηγόριο, ο οποίος βρισκόταν πλησίον τού αγίου Μακαρίου. Όταν η ελληνική έκδοση της Φιλοκαλίας εξεδόθη το 1782, τότε ο όσιος Παΐσιος έλαβε αντίτυπο αυτής της εκδόσεως και τότε τόσο ο ίδιος όσο καί οι μοναχοί του αναθεώρησαν την μετάφραση πολλών κειμένων τους. Αφού ολοκληρώθηκε η μετάφραση των πατερικών κειμένων, στην συνέχεια τυπώθηκε η σλαβονική Φιλοκαλία στο Συνοδικό Τυπογραφείο της Μόσχας το 1793, ήτοι ένδεκα χρόνια μετά την έκδοση της ελληνικής Φιλοκαλίας. Όμως, η σλαβονική Φιλοκαλία περιλάμβανε τα συγγράμματα 24 επί συνόλου 36 συγγραφέων τής ελληνικής εκδόσεως. Αργότερα η σλαβονική Φιλοκαλία μεταφράσθηκε στήν ρουμανική καί τήν ρωσική γλώσσα. Οι Ρώσοι μοναχοί, μαθητές τού οσίου Παϊσίου, τό 1779, μετά τήν Συνθήκη τού Κιουτσούκ Καναϊρτζί και αργότερα μετά την κοίμηση τού οσίου Παϊσίου, επαναπατρίσθηκαν στην Ρωσία καί μετέφεραν το ησυχαστικό πνεύμα τού οσίου Παϊσίου. Μετέφεραν και την προφορική παράδοση, αλλά και χειρόγραφα μεταφράσεων ασκητικών έργων πού είχαν γίνει από την Σχολή της Ιεράς Μονής Νεάμτς. Οι μαθητές αυτοί τού οσίου Παϊσίου κατέλαβαν διάφορες θέσεις στα Ρωσικά Μοναστήρια, έγιναν Ηγούμενοι καί Πνευματικοί Πατέρες και αυτό βοήθησε στην ανάπτυξη τού ησυχαστικού μοναχισμού. Έχει υπολογισθεί ότι 103 Μονές τής Ρωσίας είχαν επηρεασθεί απο το πνεύμα του ησυχαστικού μοναχισμού, όπως το εξέφραζε ο όσιος Παΐσιος. Όμως η Μονή Όπτινα ήταν εκείνη που αποδείχθηκε η κατ’ εξοχήν «κληρονόμος» της μεγάλης ασκητικής παραδόσεως της Σχολής τού Παϊσίου Βελιτσκόφσκι. Η Ιερά Μονή Όπτινα απέκτησε μεγάλη δόξα κατά τις ημέρες του Ιερομονάχου Μακαρίου (1788-1860). Επί των ημερών του η Ιερά Μονή ανέλαβε την έκδοση ασκητικών συγγραμμάτων. Η περίοδος αυτή στην Ρωσία ήταν πολύ σημαντική γιατί μεταφέρονταν απο την Δύση η λογικοκρατία και η γερμανική φιλοσοφία που επηρέασαν πολλούς διανοουμένους. Ήταν επόμενο ότι παράλληλα προς τον δυτικό γερμανικό διαφωτισμό αναπτυσσόταν και η ησυχαστική παράδοση της Εκκλησίας, όπως την εξέφραζε ο όσιος Παΐσιος. Έτσι αναπτύχθηκαν δύο ρεύματα στην ρωσική κοινωνία, το ρεύμα του δυτικού διαφωτισμού και το ρεύμα του ησυχασμού απο τους σλαβόφιλους, όπως άλλωστε το συναντούμε έκδηλα στο έργο του Ντοστογιέφσκι «Αδελφοί Καραμάζοφ». Στό μυθιστόρημα αυτό ο Ντοστογιέφσκι παρουσιάζει τα ρεύματα τα οποία επικρατούσαν στην Ρωσία την εποχή του. Τα τρία παιδιά τού Θεοδώρου Καραμάζοφ, ήτοι ο Μίτια-Ντημίτρι, ο Ιβάν και ο Αλεξέϊ-Αλιόσια εκφράζουν τα τρία ρεύματα της ρωσικής κοινωνίας. Ο Μίτια εκπροσωπεί την παλιά πρωτόγονη αισθησιακή και διονυσιακή Ρωσία. Ο Ιβάν εκπροσωπεί την ρωσική διανόηση, που είχε επηρεασθή απο τον δυτικό διαφωτισμό και ο ίδιος ήταν διανοούμενος, αγνωστικιστής και εκπρόσωπος των στοχαστών. Και ο Αλιόσια εκπροσωπεί τον διανοητικό κόσμο που είχε επηρεασθή απο την ορθόδοξη πνευματικότητα και εκφράζει τον τρόπο σκέψεως των σλαβοφίλων. Ο δε Στάρετς Ζωσιμάς, όπως τον παρουσιάζει ο Ντοστογιέφσκι, εκφράζει τον Μακάριο και τον Αμβρόσιο της Μονής Όπτινα και όλη την παράδοσή της. Πάντως, οι 103 ρωσικές Μονές, ιδίως δε η Μονή Όπτινα υπήρξαν κέντρα μελέτης της Φιλοκαλίας και των πατερικών κειμένων. Μάλιστα δέ η Μονή Όπτινα επηρέασε πάρα πολύ την ρωσική κοινωνία και τον διανοητικό κόσμο, αφού εκτός απο τον λαό σύχναζαν στην Ιερά Μονή θεολόγοι, φιλόσοφοι, λογοτέχνες, συγγραφείς, όπως ο Αλεξέϊ Χομιακώφ, ο Νικολάϊ Γκόγκολ, ο Λέον Τολστόϊ κ.ά. Έτσι από τήν παράδοση πού δημιούργησε ο εκπληκτικός όσιος Παΐσιος επηρεάσθηκαν μοναχοί μέχρι και τον άγιο Σεραφείμ του Σάρωφ, που θεωρείται ως πνευματικός απόγονος του οσίου Παϊσίου, και άλλοι θεολόγοι, λογοτέχνες και φιλόσοφοι.

Σάββατο 9 Μαρτίου 2019

ΕΙΚΟΝΑ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΓΟΡΓΟΕΠΗΚΟΟΥ



Και ποιος δεν έχει ακούσει για την εικόνα της Παναγίας της Γοργοεπηκόου. Έρχονται από την άκρη της γης ορθόδοξοι όλων των εθνοτήτων για να την προσκυνήσουν. Ας δούμε την ιστορία της και τι γνωρίζουμε για αυτήν.

ΕΙΚΟΝΑ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΓΟΡΓΟΕΠΗΚΟΟΥ
Ένα από τα πολλά ονόματα που προσδίδουμε στην Παναγία μας είναι Γοργοϋπήκοος και η ομώνυμη θαυματουργή εικόνα της βρίσκεται στην Ιερά Μονή Δοχειαρίου Αγίου Όρους από το 1646. Είναι η γνωστότερη εικόνα του ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ μετά την «Πορταϊτισσα». Εκεί, όπως αναφέρεται στο ιστορικό της Μονής, "λάμπει ως πολύφωτος σελήνη, σαν άριστος κυβερνήτης και σοφός οικονόμος το διακυβερνά", φυλάσσοντας από κάθε προσβολή και επήρεια τους, ασκούμενους σε αυτό, οσίους πατέρες, αλλά και όσους προστρέχουν σ’ εκείνη με πίστη, ζητώντας την βοήθειά της. 

Και γενικά διαφυλάττει γοργώς και προθύμως, υπακούει και ελεεί όλους, όσους την ευλαβούμαστε και την επικαλούμαστε με πίστη. Πρόκειται για θαυματουργή εικόνα με μεγάλη ιστορία, είναι αρχαία τοιχογραφία της Παναγίας που βρίσκεται εξωτερικά στον ανατολικό τοίχο της τράπεζας και προς τα δεξιά της εισόδου της στην μονή Δοχειαρίου. Το 1664 μ.Χ. ο τραπεζάρης Νείλος, που περνούσε τακτικά μπροστά από την εικόνα κρατώντας στο χέρι αναμμένα δαδιά για την υπηρεσία του στην τράπεζα, άκουσε μια φωνή να του λέει τα εξής: «Να μην ξαναπεράσεις από εδώ με δαδιά καπνίζοντας την εικόνα μου». 

Ο Νείλος δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία στη φωνή, η οποία όμως σύντομα ξανακούστηκε επιτιμώντας τον μοναχό και αφήνοντάς τον τυφλό. Έτσι, καταλαβαίνοντας το σφάλμα του, ότι δηλαδή καταφρόνησε την πρώτη φωνή και δεν υπάκουσε, κατασκεύασε ένα στασίδι μπροστά στην εικόνα της Παναγίας και την παρακαλούσε συνεχώς να του συγχωρέσει αυτό το εξ απροσεξίας αμάρτημα και να του χαρίσει το φως του, ώστε βλέποντας την Αγία Εικόνα της να την δοξάζει και να την ευχαριστεί πάντοτε. Οι μοναχοί άρχισαν να περνούν με πολύ ευλάβεια μπροστά από την εικόνα, της κρέμασαν άσβηστο καντήλι και διέταξαν το νέο τραπεζάρη να τη θυμιάζει καθημερινά. Ο τυφλός Νείλος περνούσε όλο τον καιρό του σε ένα στασίδι μπροστά στην εικόνα παρακαλώντας την Παναγία να τον συγχωρέσει και να τον θεραπεύσει, πράγμα το οποίο και έγινε, όταν, για τρίτη πλέον φορά, ακούστηκε φωνή από την εικόνα, που πληροφορούσε τον Νείλο ότι η δέησή του εισακούστηκε και ότι στη δική Της μετά Θεόν προστασία και σκέπη θα έπρεπε στο εξής να καταφεύγουν για κάθε τους ανάγκη οι μοναχοί. Αυτή θα τους ακούει γρήγορα γιατί το όνομά της είναι «Γοργοεπήκοος». Πολύ σύντομα το θαύμα αυτό και η υπόσχεση της Θεοτόκου έγιναν γνωστά σε όλο το Όρος και η εικόνα της αυτή έγινε παναγιορειτικό προσκύνημα. Ο διάδρομος κλείστηκε και η εικόνα συμπεριλήφθηκε σε παρεκκλήσι που κτίστηκε προς τα δεξιά της. Τα θαύματά της είναι άπειρα και ειδικός «προσμονάριος» ιερομόναχος εξυπηρετεί τις ανάγκες των πολλών προσκυνητών. Από τότε η Αγία αυτή εικόνα ονομάζεται Γοργοϋπήκοος, γιατί πραγματικά με τα θαυμαστά έργα της, συνεχώς αποδεικνύει ότι γρήγορα υπακούει σ' εκείνους που προστρέχουν σ' αυτήν με ευλάβεια και πίστη. 

Και πραγματικά η χάρη της ενεργεί πάμπολλα θαύματα όχι μόνο στο Άγιον Όρος, αλλά και έξω από αυτό, σε πόλεις και χωριά, σε ολόκληρη την Ελλάδα, αλλά και σε άλλα μέρη, όπου την ευλαβούνται και την επικαλούνται. Η Παναγία η Γοργοϋπήκοος είναι πολύ θαυματουργή, γιατρεύει διάφορες ασθένειες, χαρίζει παιδιά σε άτεκνα ζευγάρια, φανερώνει απολεσθέντα αντικείμενα, προστατεύει όσους κινδυνεύουν στη θάλασσα, λυτρώνει όσους αιχμαλωτίζονται, θεραπεύει από τον πονοκέφαλο και την κόπωση, ανορθεί τους παραλύτους, χαρίζει το φως στους τυφλούς, θεραπεύει από θανατηφόρες ασθένειες, διώκει τις ακρίδες από τα χωράφια και άλλα πολλά θαυμαστά που βρίσκονται γραμμένα στη Μονή Δοχειαρίου, ως θαυματουργές επεμβάσεις της Παναγίας της Γοργοϋπηκόου. 
    
Όταν λοιπόν θεραπεύθηκε από την τύφλωση του ο τραπεζάρης μοναχός, ονόματι Νείλος, οι πατέρες της Μονής έφτιαξαν στο χώρο αυτό ένα παρεκκλήσι προς τιμήν της Παναγίας της Γοργοϋπηκόου, αφού η ίδια η Παναγία χαρακτήρισε τον εαυτό της με το επίθετο αυτό. Εκεί τελείται δύο φορές την εβδομάδα η θεία Λειτουργία, εκεί γίνονται οι κουρές των μοναχών και καθημερινά, πρωί και βράδυ, ψάλλονται παρακλήσεις μπροστά στην ιερή εικόνα.     Η πρώτη αγιογραφηθείσα εικόνα της Παναγίας στη Μονή Δοχειαρίου, που έγινε το 1563, την αναφέρει ως Βρεφοκρατούσα, Φοβερά Προστασία και Γοργοϋπήκοο. Πρέπει να επισημάνουμε λοιπόν, ότι η Παναγία όταν μίλησε στο μοναχό δεν χρησιμοποίησε για τον εαυτό της κανένα από τα ονόματα που ήταν γραμμένα στην τοιχογραφία, δηλαδή Βρεφοκρατούσα και Φοβερά Προστασία, αλλά κράτησε για τον εαυτό της το όνομα Γοργοϋπήκοος, δηλώνοντας με τον τρόπο αυτό ότι υπακούει γρήγορα στις δεήσεις των πιστών και κατ' επέκταση ότι η υπακοή παίζει το σημαντικότερο ρόλο στη σωτηρία των ανθρώπων. Μετά το θαύμα στο μοναχό Νείλο, στον οποίο χάρισε πάλι το φως του, η Παναγία μας θέλησε να δείξει μια άλλη ιδιότητά της, ένα άλλο χάρισμα για τη σωτηρία και την πνευματική προκοπή των ανθρώπων. Όπως και ο Υιός της, έτσι κι εκείνη διακονεί με άπειρους τρόπους τη σωτηρία μας. Κι όπως με την υπακοή της τότε στα λόγια του Αρχαγγέλου Γαβριήλ συνέβαλε στη σωτηρία μας, έτσι και τώρα, ως υπακούουσα στα αιτήματά μας, επαναλαμβάνει με ταπείνωση: "ιδού η δούλη Κυρίου". Έτσι, βοηθάει και σώζει γρήγορα όσους με πίστη καταφεύγουν σε αυτή και την επικαλούνται και την τιμούν ως Γοργοϋπήκοο.  Έκτοτε πολλές εικόνες, εκκλησίες, αλλά και μονές τιμούν την Παναγία την Γοργοϋπήκοο, όπως άλλωστε κι εμείς που αποφασίσαμε με ευλάβεια να αφιερώσουμε το εσωτερικό παρεκκλήσιο του Μοναστηριού μας στο άγιο όνομά της. 

Γιατί πραγματικά αισθανόμαστε πόσο μεγάλη ανάγκη έχουμε από τις πρεσβείες, τις μεσιτείες και την μητρική προστασία Της στους δύσκολους καιρούς που ζούμε. Η Μητέρα του Κυρίου μας μεριμνά γοργά για τη σωτηρία όλων μας και αναδίδει χάρη σε όλους όσους την επικαλούνται με πίστη, ελπίδα και αγάπη. Ας την επικαλούμαστε πάντοτε, ας ψάλλουμε την παράκληση της και ας την πανηγυρίζουμε την ημέρα της εορτής της, την 1η Οκτωβρίου.

Πέμπτη 7 Μαρτίου 2019

ΑΓΙΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΒΟΕΒΟΔΑΣ


Ποιος ήταν ο Στέφανος Βοεβόδας που το 1496 έφτιαξε το κεντρικό κτήριο του αρσανά στην ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΟΥ. Τι σημαίνει βοεβόδας? Γιατί ο συγκεκριμένος έχει ανακηρυχθεί άγιος? Γιατί θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους ανθρώπους στην ιστορία του ρουμανικού χριστιανισμού? Αυτά θα δούμε στο συγκεκριμένο άρθρο.
ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΒΟΕΒΟΔΑΣ

Η προσωπικότητα του Αγίου Στεφάνου του Μεγάλου είναι χαραγμένη βαθύτατα στη συνείδηση των Ρουμάνων όλων των εποχών. Ο πανένδοξος ηγεμών της Μολδαβίας Στέφανος, γεννήθηκε το 1434 από ευσεβείς γονείς, τον Μπογδάνο Βόντα, γιο του Αλεξάνδρου του Καλού, και την Όλτεα Μαρία. Σαν γόνος «μακαρίων βλαστών», που προήρχονταν από τα γένη των Μουσάτ και των Μπασαράμπ, είχε, λοιπόν, άγιες ρίζες και αξιώθηκε να έχει και καλούς παιδαγωγούς. Ο Στέφανος Γ΄ της Μολδαβίας γνωστός και ως Στέφανος ο Μέγας, ήταν βοεβόδας δηλαδή  πρίγκιπας της Μολδαβίας από το 1457 έως το 1504. Ήταν γιος του Μπογκντάν Β΄ της Μολδαβίας, που δολοφονήθηκε το 1451. Ο Στέφανος κατέφυγε στην Ουγγαρία και αργότερα στη Βλαχία, αλλά με την υποστήριξη του Βλαντ Γ΄ Τσέπες, Βοεβόδα της Βλαχίας, επέστρεψε στη Μολδαβία, αναγκάζοντας τον Πέτρο Αρόν να αναζητήσει καταφύγιο στην Πολωνία το καλοκαίρι του 1457. Ο Θεόκτιστος Α΄, Μητροπολίτης της Μολδαβίας, τον έχρισε πρίγκιπα. Εισέβαλε στην Πολωνία και εμπόδισε τον Κάζιμιρ Δ΄ Γιάγκελον, Βασιλιά της Πολωνίας, να υποστηρίξει τον Πέτρο Αρόν, αλλά τελικά αναγνώρισε την επικυριαρχία του Κάζιμιρ το 1459. Ο Στέφανος αποφάσισε να ανακαταλάβει τη Κιλία (σημερινή Κίλιγια στην Ουκρανία), σημαντικό λιμάνι του Δούναβη, που τον έφερε σε σύγκρουση με την Ουγγαρία και τη Βλαχία. Πολιόρκησε την πόλη κατά την Οθωμανική εισβολή στη Βλαχία το 1462, αλλά τραυματίστηκε σοβαρά κατά την πολιορκία. Δύο χρόνια αργότερα κατέλαβε την πόλη. Υποσχέθηκε υποστήριξη προς τους ηγέτες των Τριών Εθνών της Τρανσυλβανίας ενάντια στο Ματθαίο Κορβίνο, Βασιλιά της Ουγγαρίας, το 1467. Ο Κορβινός ως αντίποινα εισέβαλε στη Μολδαβία, αλλά ο Στέφανος τον νίκησε στη Μάχη της Μπάια. Ο Πέτρος Αρόν εισέβαλε στη Μολδαβία με υποστήριξη της Ουγγαρίας τον Δεκέμβριο του 1470, αλλά επίσης νικήθηκε από τον Στεφάνου και εκτελέστηκε, μαζί με τους βογιάρους που τον υποστήριζαν. Ο Στέφανος επισκεύασε τα παλιά φρούρια και ανέγειρε νέα, βελτιώνοντας το αμυντικό σύστημα της Μολδαβίας και ενισχύοντας την κεντρική διοίκηση. Η οθωμανική επέκταση απειλούσε τα Μολδαβικά λιμάνια στην περιοχή της Μαύρης Θάλασσας. Το 1473 ο Στέφανος σταμάτησε να πληρώνει φόρο στον Οθωμανό σουλτάνο και πραγματοποίησε σειρά εκστρατειών ενάντια στη Βλαχία για να αντικαταστήσει τους ηγεμόνες της - που είχαν δεχθεί την οθωμανική κυριαρχία - με τους προστατευόμενούς του. Ωστόσο κάθε πρίγκιπας που καταλάμβανε το θρόνο με την υποστήριξη του Στεφάνου σύντομα αναγκαζόταν να είναι υποτελής στο σουλτάνο. Ο Στέφανος τελικά κατάφερε να νικήσει έναν μεγάλο Οθωμανικό στρατό στη Μάχη του Βασλούι  το 1475. Τον επόμενο χρόνο ο Οθωμανός σουλτάνος Μωάμεθ Β΄ τον κατατρόπωσε στη Μάχη της Βάλεα Αλμπα, αλλά η έλλειψη εφοδίων και η εκδήλωση μιας πανούκλας τον ανάγκασαν να αποχωρήσει από τη Μολδαβία. Επωφελούμενοι μιας ανακωχής με το Ματθαίο Κορβίνο οι Οθωμανοί κατέλαβαν τη Κιλία και οι Τάταροι της Κριμαίας σύμμαχοί τους κατέλαβαν την Τσετάτεα Αλμπα (σήμερα Μπίλχοροντ-Νιστρόβσκι στην Ουκρανία) το 1483. Ο Κορβίνος παραχώρησε δύο κτήματα στην Τρανσυλβανία στο Στέφανο, για να τον αποζημιώσει για την απώλεια των δύο λιμανιών. Ο Στέφανος δήλωσε υποταγή στον Κάζιμιρ Δ΄ της Πολωνίας, που υποσχέθηκε να τον υποστηρίξει για να ανακτήσει τη Κιλία και την Τσετάτεα Αλμπα αλλά οι προσπάθειες του Στέφανου να καταλάβει τα δύο λιμάνια κατέληξαν σε αποτυχία. Από το 1486 ο Στέφανος πλήρωσε και πάλι ετήσιο φόρο στους Οθωμανούς. Κατά τα επόμενα χρόνια στη Μολδαβία χτίστηκαν δεκάδες πέτρινες εκκλησίες και μοναστήρια, που συνέβαλαν στην ανάπτυξη μιας συγκεκριμένης Μολδαβικής αρχιτεκτονικής. Ο διάδοχος του Κάζιμιρ Δ΄, Ιωάννης Α΄ Αλβέρτος, ήθελε να παραχωρήσει τη Μολδαβία στον μικρότερο αδερφό του Σιγισμόνδο, αλλά η διπλωματία του Στέφανου τον εμπόδισε επί χρόνια να εισβάλει στη Μολδαβία. Ο Ιωάννης Αλβέρτος εισέβαλε στη Μολδαβία το 1497, αλλά ο Στέφανος και οι Ούγγροι και Οθωμανοί σύμμαχοί του νίκησαν τον πολωνικό στρατό στη Μάχη του Δάσους Κοσμίν. Ο Στέφανος προσπάθησε πάλι να ανακαταλάβει τη Κιλία και την Τσετάτεα Αλμπα, αλλά αναγκάστηκε να αναγνωρίσει την απώλεια των δύο λιμένων στους Οθωμανούς το 1503. Τα τελευταία του χρόνια ο γιος και συνηγεμόνας του, Μπογκντάν Γ΄, διαδραμάτισε ενεργό ρόλο στην κυβέρνηση. Η μακρά βασιλεία του Στεφάνου αντιπροσώπευσε μια περίοδο σταθερότητας στην ιστορία της Μολδαβίας. Από το 16ο αιώνα και μετά τόσο οι υπήκοοι του όσο και οι ξένοι τον θυμόντουσαν ως μεγάλο κυβερνήτη. Οι σύγχρονοι Ρουμάνοι τον θεωρούν ως έναν από τους μεγαλύτερους εθνικούς ήρωές τους. Μετά την αγιοποίησή του από τη Ρουμανική Ορθόδοξη Εκκλησία τιμάται ως Στέφανος Μέγας και Άγιος (στα Ρουμανικά: Ștefan cel Mare și Sfânt). Έμεινε στην ιστορία για τους μακρούς αγώνες του εναντίον των πολυάριθμων εχθρών της χώρας (Ούγγρων, Πολωνών, Οθωμανών, Τατάρων), που επιβουλεύονταν την ανεξαρτησία της. Ιδίως εναντίον των Οθωμανών Τούρκων κατήγαγε αποφασιστικές νίκες, όπως στη μάχη του Βασλούι, οι οποίες ανάσχεσαν την ορμή και εξάπλωση του Ισλάμ στα βόρεια Βαλκάνια, τη στιγμή που κανένας χριστιανικός συνασπισμός δεν φαινόταν ικανός να το πετύχει. Συνολικά έδωσε 36 μάχες εκ των οποίων κέρδισε τις 34.
Ήταν ιδιαίτερα ευσεβής, κάτι που φαίνεται και από τις πάμπολλες μονές και εκκλησίες που ανήγειρε σε όλη την έκταση της χώρας του. Επίσης εξόφλησε τα χρέη του Αγίου Όρους στην Υψηλή Πύλη, εξασφαλίζοντας την επιβίωση της μοναστικής κοινότητας.

ΠΑΙΔΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΒΟΕΒΟΔΑ
Ο Στέφανος ήταν γιος του Μπογκντάν, που ήταν γιος του Αλέξανδρου του Καλού, Πρίγκηπα της Μολδαβίας. Η μητέρα του Στέφανου, Μαρία-Όλτεα, πιθανότατα ήταν συγγενής με τους πρίγκιπες της Βλαχίας, σύμφωνα με τον ιστορικό Ράντου Φλορέσκου. Η ημερομηνία γέννησης του Στεφάνου είναι άγνωστη, αν και οι ιστορικοί εκτιμούν ότι γεννήθηκε μεταξύ 1433 και 1440.
Χάρις στον Αλέξανδρο τον Καλό (1400-1432) η χώρα είχε επεκτείνει τα σύνορά της και γνώρισε οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη και ευημερία. Ο θάνατος του Αλεξάνδρου του Καλού το 1432 οδήγησε σε κρίση διαδοχής, που διήρκεσε περισσότερο από δύο δεκαετίες. Οι Βογιάροι ανταγωνίζονταν για το θρόνο, υποστηρίζοντας συνήθως κάποιο μέλος της βασιλικής οικογένειας. Επίσης οι γείτονες της Μολδαβίας αναμείχθηκαν ενεργά στις δυναστικές διαμάχες, αποσταθεροποιώντας ακόμη περισσότερο την ήδη εύθραυστη ισορροπία. Ως αποτέλεσμα της αστάθειας, ο θρόνος άλλαζε γρήγορα χέρια, πολλές φορές μάλιστα κάποιος από τους διεκδικητές κυβερνούσε δύο ή τρεις φορές πριν απομακρυνθεί οριστικά από την εξουσία. Ένας από αυτούς τους εφήμερους Πρίγκιπες ήταν και ο πατέρας του Στεφάνου Μπογκντάν Β' (1449-1451), ανηψιός του Αλεξάνδρου του Καλού, που κατέλαβε το θρόνο το 1449 αφού νίκησε έναν από τους συγγενείς του με την υποστήριξη του Ιωάννη Ουνιάδη, Αντιβασιλέα-Κυβερνήτη της Ουγγαρίας. Στην Αυλή του Μπογκντάν εκείνη την περίοδο είχε καταφύγει και ο ανιψιός του τελευταίου Πρίγκιπας της Βλαχίας Βλαντ Γ΄ Τσέπες, ο γνωστός κόμης Δράκουλας που είχε μόλις εκθρονιστεί (πιθανώς από τον Ιωάννη Ουνιάδη). Ο Στέφανος ονομαζόταν βοεβόδας στα έγγραφα του πατέρα του, πράγμα που δείχνει ότι είχε γίνει κληρονόμος και συγκυβερνήτης του. Ο Μπογκντάν αναγνώρισε την επικυριαρχία του Ουνιάδη το 1450. Τον Οκτώβριο του 1451, κατά τη διάρκεια ενός γάμου κάποιου βογιάρου του, ο Μολδαβός ηγεμόνας συνελήφθη αιφνιδιαστικά από τον Πέτρο Αρόν (Petru Aron), νόθο γιο του Αλεξάνδρου, και λίγο αργότερα αποκεφαλίστηκε. Ο Στέφανος και ο Βλαντ μόλις και μετά βίας κατάφεραν να ξεφύγουν από την παγίδα. Εκμεταλλευόμενοι τη σύγκρουση που ξέσπασε μεταξύ του Πέτρου Αρόν και κάποιου συνονόματου ανηψιού του Αλεξάνδρου του Καλού, κατέφυγαν στην Τρανσυλβανία, ζητώντας προστασία από τον Ιωάννη Ουνυάδη. Ο Βλαντ Γ' Τσέπες (που είχε ζήσει στη Μολδαβία κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Μπογκντάν Β΄) εισέβαλε στη Βλαχία και κατέλαβε το θρόνο με την υποστήριξη του Ουνιάδη το 1456. Μετά την παλινόρθωση του Δράκουλα στον θρόνο της Βλαχίας (1456) ο Στέφανος κατέφυγε στην αυλή του ξαδέρφου του. Ο Ουνιάδης είτε συνόδευσε το Βλαντ στη Βλαχία κατά τη διάρκεια της εκστρατείας είτε προσχώρησε σ' αυτόν όταν ο Βλαντ έγινε ηγεμόνας της Βλαχίας. Με τη βοήθεια του Βλαντ ο Ουνιάδης εισέβαλε στη Μολδαβία επικεφαλής στρατού 6.000 ανδρών την άνοιξη του 1457. Με την ενεργό υποστήριξη του τελευταίου ο Στέφανος κατέλαβε το 1457 τον θρόνο της Μολδαβίας. Σύμφωνα με τα Μολδαβικά χρονικά, "άνδρες από την Κάτω Χώρα" (νότια περιοχή της Μολδαβίας) προσχώρησαν σ' αυτόν. Ο Γκριγκόρε Ουρέκε του 17ου αιώνα έγραψε: «Ο Στέφανος κατατρόπωσε τον Πέτρο Αρόν στο Ντολζέστι (Doljești) στις 12 Απριλίου, αλλά ο Πέτρος Αρόν έφυγε από τη Μολδαβία για την Πολωνία μόνο αφού ο Στέφανος του κατέφερε μια δεύτερη ήττα στο Ορμπίκ».

ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ
Μια συνέλευση Βλάχων βογιάρων και κληρικών αναγνώρισε το Στέφανο ηγεμόνα της Μολδαβίας σε ένα λιβάδι κοντά στη Σουτσεάβα και ο Θεόκτιστος Α΄, Μητροπολίτης της Μολδαβίας, τον έχρισε πρίγκιπα. Για να υπογραμμίσει την ιερή φύση της εξουσίας του, ο Στέφανος ονόμασε τον εαυτό του «Ελέω Θεού, ... Στέφανο βοεβόδα, άρχοντα των Μολδαβικών εδαφών» στις 13 Σεπτεμβρίου 1457. Συνέχισε να πληρώνει τον ετήσιο φόρο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία που είχε ξεκινήσει ο προκάτοχός του. Ο Στέφανος εισέβαλε στην Πολωνία για να εμποδίσει τον Καζιμίρ Δ΄ να υποστηρίξει τον Πέτρο Αρον το 1458. Η πρώτη του εκστρατεία "καθιέρωσε τα διαπιστευτήριά του ως μεγάλο στρατιωτικός διοικητή", σύμφωνα με τον ιστορικό Τζόναθαν Ηγκλς. Ωστόσο ήθελε να αποφύγει την παρατεταμένη διένεξη με την Πολωνία, γιατί κύριος στόχος του ήταν η ανακατάληψη της Κίλα( στη σημερινή Ουκρανία). Η Κίλια ήταν σημαντικό λιμάνι στο Δούναβη, που ο Πέτρος Γ΄ της Μολδαβίας είχε παραχωρήσει στην Ουγγαρία το 1448. Υπέγραψε συνθήκη με την Πολωνία στον ποταμό Δνείστερο στις 4 Απριλίου 1459. Αναγνώρισε την επικυριαρχία του Καζιμίρ Δ΄ και υποσχέθηκε να υποστηρίξει την Πολωνία ενάντια στους Τάταρους  επιδρομείς. Ο Καζιμίρ με τη σειρά του υποσχέθηκε να προστατεύσει το Στέφανο από τους εχθρούς του και να απαγορεύσει στον Πέτρο Αρον να επιστρέψει στη Μολδαβία. Ο Πέτρος Αρον έφυγε στη συνέχεια από την Πολωνία για την Ουγγαρία και εγκαταστάθηκε στη Χώρα των Σέκελι, στην Τρανσυλβανία. Ένα χρόνο αργότερα ο Στέφανος επανεπικύρωσε τα προνόμια των εμπόρων του Λβοφ. Ο Στέφανος εισέβαλε στη Χώρα των Σέκελι περισσότερες από μία φορές το 1461. Ο Ματθαίος Κορβίνος, Βασιλιάς της Ουγγαρίας, αποφάσισε να υποστηρίξει τον Πέτρο Αρον, δίνοντάς του καταφύγιο στην πρωτεύουσά του Βούδα. Στη συνέχεια ο Στέφανος έκανε νέα συμφωνία με την Πολωνία στη Σουτσεάβα στις 2 Μαρτίου 1462, υποσχόμενος να ορκιστεί προσωπικά πίστη στον Καζιμίρ Δ΄ αν ο βασιλιάς το απαιτούσε. Η νέα συνθήκη ανέφερε ότι ο Καζιμίρ ήταν ο μοναδικός ηγέτης της Μολδαβίας, απαγορεύοντας στον Στέφανο  να απαλλοτριώσει τα εδάφη της Μολδαβίας χωρίς την εξουσιοδότησή του. Η συνθήκη υποχρέωνε επίσης το Στέφανο να ανακαταλάβει τα απωλεσθέντα Μολδαβικά εδάφη που είχαν χαθεί, προφανώς με αναφορά στην Κιλία. Η περίοδος ηγεμονίας του Στεφάνου συνέπεσε με τις μεγάλες κατακτήσεις των Οθωμανών Τούρκων. Οι τελευταίοι μόλις είχαν εκπορθήσει την Κωνσταντινούπολη και προωθούνταν ακάθεκτοι στη Βαλκανική. Τα ισχυρότερα χριστιανικά κράτη που είχαν αναλάβει τον αγώνα κατά της Οθωμανικής αυτοκρατορίας ήταν πλέον η Ουγγαρία και η Πολωνία. Τα μικρότερα Πριγκιπάτα, Βλαχία και Μολδαβία, προσπαθούσαν να ισορροπήσουν ανάμεσα στους ισχυρούς γείτονες με κύριο μέλημα την διατήρηση της ανεξαρτησίας τους. 
Το άγαλμά του στην Μολδαβία

Ο Στέφανος, έχοντας προσεγγίσει την Πολωνία και προσπαθώντας να διατηρήσει φιλικές σχέσεις με τους Τούρκους, στους οποίους άλλωστε ήταν φόρου υποτελής, άρχισε να απομακρύνεται από τον ηγεμόνα της Βλαχίας Βλάντ Δράκουλα που ακολουθούσε φιλο-ουγγρική και, από κάποια στιγμή κι έπειτα, σαφή αντιοθωμανική πολιτική. Μήλον της έριδος μεταξύ των δύο εξαδέλφων αποτέλεσε το παραλιακό οχυρό της Κιλία, σημαντικό λιμάνι της Μαύρης Θάλασσας. Γραπτές πηγές μαρτυρούν ότι η σχέση μεταξύ Στεφάνου και Βλαντ Δράκουλα έγινε τεταμένη στις αρχές του 1462. Στις 2 Απριλίου 1462 ο Γενοβέζος κυβερνήτης του Καφφά (σημερινή Θεοδοσία στην Κριμαία) πληροφόρησε τον Καζιμίρ Δ΄ της Πολωνίας ότι ο Στέφανος είχε επιτεθεί στη Βλαχία ενώ ο Βλαντ Δράκουλας διεξήγε πόλεμο εναντίον των Οθωμανών. Ο Οθωμανός Σουλτάνος Μωάμεθ Β΄ ο Πορθητής εισέβαλε κατόπιν στη Βλαχία τον Ιούνιο του 1462. Ο γραμματέας του Μωάμεθ, Τουρσούν Μπεγκ, κατέγραψε ότι ο Βλαντ Δράκουλας ήταν αναγκασμένος να δεσμεύει 7.000 στρατιώτες στα σύνορα Βλαχίας-Μολδαβίας κατά τη διάρκεια της εισβολής του σουλτάνου για να «προστατεύσει τη χώρα του από τους Μολδαβούς εχθρούς». Επωφελούμενος από την παρουσία του Οθωμανικού στόλου στο Δέλτα του Δούναβη, ο Στέφανος πολιόρκησε την Κιλία στα τέλη Ιουνίου. Σύμφωνα με το Ντομένικο Μπάλμπι, Βενετό απεσταλμένο στην Κωνσταντινούπολη, ο Στέφανος και οι Οθωμανοί πολιόρκησαν το φρούριο για οκτώ ημέρες, αλλά δεν μπόρεσαν να το καταλάβουν, επειδή η "ουγγρική φρουρά και οι 7.000 άντρες του Δράκουλα" τους νίκησαν, σκοτώνοντας "πολλούς Τούρκους". Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας, ο Στέφανος τραυματίστηκε σοβαρά στην αριστερή του κνήμη, πληγή που δεν επουλώθηκε μέχρι το τέλος της ζωής του. Ο Στέφανος πολιόρκησε πάλι την Κίλα στις 24 Ιανουαρίου 1465. Ο στρατός της Μολδαβίας βομβάρδισε το φρούριο για δύο ημέρες, αναγκάζοντας τη φρουρά να παραδοθεί στις 26 Ιανουαρίου. Ο υποτελής του σουλτάνου, Ράντου ο Ομορφος (μικρότερος αδελφός του Βλαντ Γ΄ Τσέπες), Βοεβόδας της Βλαχίας, είχε επίσης εγείρει αξιώσεις για την Κιλία, έτσι η κατοχή του λιμανιού προκαλούσε συγκρούσεις όχι μόνο με την Ουγγαρία, αλλά και με τη Βλαχία και την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Το 1465 ο Στέφανος ανέκτησε ειρηνικά το φρούριο του Χοτίν στη σημερινή Ουκρανία) στο Δνείστερο από τους Πολωνούς. Για να τιμήσει την κατάληψη της Κιλία, ο Στέφανος διέταξε την κατασκευή της Εκκλησίας της Κοίμησης της Θεοτόκου σε ένα ξέφωτο στον ποταμό Πούτνα το 1466. Με υπόδειξη του Mατθαίου Κορβίνου η Δίαιτα της Ουγγαρίας κατάργησε όλες τις προηγούμενες εξαιρέσεις σχετικά με το φόρο, το γνωστό ως έσοδο της αυλής. Οι ηγέτες των Τριών Εθνών της Τρανσυλβανίας, που θεωρούσαν τη μεταρρύθμιση αυτή ως παραβίαση των προνομίων τους, δήλωσαν στις 18 Αυγούστου 1467 ότι ήταν έτοιμοι να πολεμήσουν για να υπερασπιστούν τις ελευθερίες τους. Ο Στέφανος υποσχέθηκε να τους υποστηρίξει, αλλά εκείνοι ενέδωσαν στον Κορβίνο χωρίς αντίσταση, όταν ο βασιλιάς βάδισε στην Τρανσυλβανία. Ο Κορβίνος εισέβαλε στη Μολδαβία και κατέλαβε τη Μπάια, το Μπακάου, και το Τίργκου Νεάμτς. Ο Στέφανος συγκέντρωσε το στρατό του και κατήγαγε συντριπτική νίκη επί των εισβολέων στη Μάχη της Μπάια στις 15 Δεκεμβρίου. Ο Κορβίνος, που τραυματίστηκε στη μάχη, κατάφερε να ξεφύγει από το πεδίο της μάχης με τη βοήθεια των Μολδαβών βογιάρων (ή ευγενών) που ήταν μαζί του. Μια ομάδα βογιάρων ξεσηκώθηκε πάλι κατά του Στεφάνου στην Κάτω Χώρα, αλλά εκείνος μέχρι το τέλος του χρόνου συνέλαβε και εκτέλεσε 20 βογιάρους και 40 άλλους γαιοκτήμονες. Ο Στέφανος ορκίστηκε ξανά την πίστη στον Κάζιμιρ Δ΄, όταν εμφανίσθηκε ο Πολωνός απεσταλμένος στη Σουτσεάβα στις 28 Ιουλίου 1468 και διεξήγαγε επιδρομές κατά της Τρανσυλβανίας μεταξύ 1468 και 1471. Όταν ο Κάζιμιρ Δ΄ ήρθε στο Λβιβ το Φεβρουάριο του 1469 για να λάβει προσωπικά το φόρο υποτέλειας, ο Στέφανος δεν πήγε να τον συναντήσει. Την ίδια χρονιά εισέβαλαν στη Μολδαβία οι Τάταροι, αλλά ο Στέφανος τους κατατρόπωσε στη Μάχη του Λίπνικ, κοντά στο Δνείστερο. Για να ενισχύσει το αμυντικό σύστημα κατά μήκος του ποταμού ο Στέφανος αποφάσισε να κατασκευάσει νέα οχυρά στο Ορχέϊουλ Βέκι και στο Σορόκα περίπου την ίδια εποχή. Ένας στρατός της Βλαχίας πολιόρκησε την Κιλία, αλλά δεν κατάφερε να αναγκάσει τη Μολδαβική φρουρά να παραδοθεί. Ο Mατθαίος Κορβίνος έστειλε ειρηνευτικές προτάσεις στο Στέφανο. Οι απεσταλμένοι του Στεφάνου ζήτησαν τη συμβουλή του Κάζιμιρ Δ΄ σχετικά με τις προτάσεις του Κορβίνου στο Σεζμ (ή γενική συνέλευση) της Πολωνίας στο Πιοτρκόβ Τριμπουνάλσκι στα τέλη του 1469. Ο Στέφανος εισέβαλε στη Βλαχία και κατέστρεψε το Φεβρουάριο του 1470 τη Βραΐλα και το Tαργκούλ ντε Φλότσι (τα δυο σημαντικότερα κέντρα εμπορίου της Βλαχίας στο Δούναβη). 

Ο Πέτρος Αρόν εισέβαλε με μισθοφορικά στρατεύματα Σέκελι στη Μολδαβία το Δεκέμβριο του 1470, αλλά ο Στέφανος τον νίκησε κοντά στο Τίργκου Νεάμτς. Ο Πέτρος Αρόν αιχμαλωτίστηκε στο πεδίο της μάχης και ο ίδιος και οι υποστηρικτές του από τη Μολδαβία (μεταξύ των οποίων ο υπουργός και ο καγκελάριος του Στέφανου, Ησαϊας και και Αλέξας) εκτελέστηκαν με τη διαταγή του Στεφάνου. Ο Ράντου ο Ομορφος εισέβαλε στη Μολδαβία, αλλά ο Στέφανος τον νίκησε στο Σότσι στις 7 Μαρτίου 1471. Η σχέση μεταξύ Κάζιμιρ Δ΄ και Mατθαίου Κορβίνου χειροτέρεψς στις αρχές του 1471. Οταν ο Στέφανος δεν μπόρεσε να υποστηρίξει την Πολωνία ο Κάζιμιρ Δ΄ απέστειλε πρεσβεία στη Μολδαβία ζητώντας από το Στέφανο να συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις του. Ο Στέφανος συναντήθηκε με τους Πολωνούς απεσταλμένους στο Βασλούι στις 13 Ιουλίου, υπενθυμίζοντας τους τις εχθρικές πράξεις Πολωνών ευγενών που διαπράχθηκαν κατά μήκος των συνόρων, και απαίτησε την έκδοση των Μολδαβών βογιάρων που είχαν καταφύγει στην Πολωνία . Ο Στέφανος έστειλε τους απεσταλμένους του στην Ουγγαρία για να ξεκινήσουν διαπραγματεύσεις με τον Κορβίνο. Παραχώρησε εμπορικά προνόμια στους εμπόρους της Τρανσυλβανικής πόλης Μπρασόβ στις 3 Ιανουαρίου 1472.

ΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ ΜΕ ΤΗΝ ΟΘΩΜΑΝΙΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ
Όλες αυτές οι ενέργειες και πρωτοβουλίες του Στεφάνου προκάλεσαν τους Τούρκου. Οι Οθωμανοί άσκησαν πίεση στο Στέφανο να εγκαταλείψει την Κιλία και την Τσετάτεα Άλμπα (Cetatea Albă, σήμερα Μπιλχορόντ-Ντνιστρόβσκι στην Ουκρανία) στις αρχές της δεκαετίας του 1470. Αντί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις τους, ο Στέφανος αρνήθηκε να στείλει τον ετήσιο φόρο στην Υψηλή Πύλη το 1473 και συντάχθηκε στον αντιοθωμανικό συνασπισμό της Ουγγαρία και της Βενετίας. Επωφελούμενος από τον πόλεμο του Μωάμεθ Β΄ κατά του Οζούν Χασάν στη Μικρά Ασία ο Στέφανος εισέβαλε στη Βλαχία για να αντικαταστήσει το Ράντου τον Ωραίο, εξισλαμισμένο και εγκατεστημένο από τους Οθωμανούς υποτελή τους, με τον προστατευόμενό του Βασάραβα Γ΄ Λαϊότα. Κατατρόπωσε το στρατό της Βλαχίας στο Ρίμνικου Σεράτ σε μάχη που διήρκεσε τρεις ημέρες από τις 18 έως τις 20 Νοεμβρίου. Τέσσερις ημέρες αργότερα ο στρατός της Μολδαβίας κατέλαβε αμαχητί το Βουκουρέστι, όπου ο Ραντού είχε αφήσει τη σύζυγο και την κόρη του (την οποία αργότερα ο Στέφανος νυμφεύφθηκε), και ο Στέφανος τοποθέτησε στο θρόνο το Βασάραβα. Ωστόσο ο Ράντου επανέκτησε τη Βλαχία με Οθωμανική υποστήριξη πριν από το τέλος του χρόνου. Ο Βασάραβα εξεδίωξε και πάλι το Ράντου από τη Βλαχία το 1475, αλλά οι Οθωμανοί τον βοήθησαν πάλι να επιστρέψει. Για να επαναφέρει το Βασάραβα ο Στέφανος ξεκίνησε νέα εκστρατεία στη Βλαχία τον Οκτώβριο, αναγκάζοντας το Ράντου να εγκαταλείψει το πριγκιπάτο. Ο Μωάμεθ Β΄ διέταξε το Χαντίμ Σουλεϊμάν Πασά, Μπεηλέρμπεη (ή κυβερνήτη) της Ρούμελης, να εισβάλει στη Μολδαβία - ένας Οθωμανικός στρατός περίπου 120.000 ισχυρών εισέβαλε στη Μολδαβία στα τέλη του 1474. Στους Οθωμανούς εντάχθηκαν επίσης στρατεύματα της Βλαχίας, ενώ ο Στέφανος έλαβε υποστήριξη από την Πολωνία και την Ουγγαρία. Με δύναμη το εν τρίτο εκείνης των εισβολέων ο Στέφανος αναγκάστηκε να υποχωρήσει. Εδωσε μάχη με το Χαντίμ Σουλεϊμάν Πασά στο Ποντούλ Ιλνάτ (ή την Υψηλή Γέφυρα) κοντά στο Βασλούι στις 10 Ιανουαρίου 1475. Πριν από τη μάχη είχε στείλει τους σαλπιγγτές του να κρυφτούν πίσω από τ εχθρικό μέτωπο. Όταν ήχησαν ξαφνικά τις σάλπιγγές τους, προκάλεσαν τέτοιο πανικό στους εισβολείς που έφυγαν από το πεδίο της μάχης. Τις επόμενες τρεις ημέρες, εκατοντάδες Οθωμανοί στρατιώτες σφαγιάστηκαν και οι επιζώντες αποχώρησαν από τη Μολδαβία. Η νίκη του Στεφάνου στη Μάχη του Βασλούι ήταν "αναμφισβήτητα μία από τις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές νίκες επί των Οθωμανών", σύμφωνα με τον ιστορικό Αλεξάντερ Μικαμπερίτζε. 
Ο τάφος του ΑΓΙΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΒΟΕΒΟΔΑ

Η Μάρα Μπράνκοβιτς, μητριά του Μωάμεθ Β΄, δήλωσε ότι οι Οθωμανοί "δεν είχαν υποστεί ποτέ μεγαλύτερη ήττα". Κάλεσε τους Βενετούς να εκμεταλλευτούν την κατάσταση και να προσπαθήσουν να πείσουν τους Οθωμανούς να υπογράψουν μια ειρηνευτική συνθήκη, αλλά οι Οθωμανοί δεν θέλησαν να προσφέρουν ευνοϊκούς όρους. Ο Στέφανος έστειλε επιστολές στους Ευρωπαίους ηγέτες για να ζητήσει την υποστήριξή τους κατά των Οθωμανών, υπενθυμίζοντάς τους ότι η Μολδαβία ήταν «η Πύλη του Χριστιανισμού» και «ο προμαχώνας της Ουγγαρίας και της Πολωνίας και φύλακας αυτών των βασιλείων». Ο Πάπας Σίξτος Δ΄ τον επαίνεσε ως Verus christiane fidei athleta ("Αληθινός αθλητή της χριστιανικής πίστης"). Ωστόσο, ούτε ο Πάπας ούτε οποιαδήποτε άλλη ευρωπαϊκή δύναμη έστειλε υλική υποστήριξη στη Μολδαβία.Ο κουνιάδος του Στεφάνου Αλέξανδρος κατέλαβε το Πριγκιπάτο της Θεοδωρούς στην Κριμαία, επικεφαλής Μολδαβικού στρατού. Ο Στέφανος αποφάσισε επίσης να απποπέμψει τον πρώην προστατευόμενό του, Βασάραβα Λαϊότα, από τη Βλαχία γιατίείχαε υποστηρίξει τους Οθωμανούς κατά τη διάρκεια της εισβολής τους στη Μολδαβίας. Συνήψε συμμαχία με το Ματθαίο Κορβίνο τον Ιούλιο, πείθοντας τον να απελευθερώσει τον αντίπαλο του Βασάραβα, Βλαντ Δράκουλα, που είχε φυλακιστεί στην Ουγγαρία το 1462. Ο Στέφανος και ο Βλαντ έκαναν συμφωνία για τον τερματισμό των συγκρούσεων μεταξύ της Μολδαβίας και της Βλαχίας, αλλά ο Κορβίνος δεν τους υποστήριξε να εισβάλουν στη Βλαχία. Οι Οθωμανοί κατέλαβαν το Πριγκιπάτο της Θεοδωρούς και τις αποικίες της Γένουας στην Κριμαία πριν από το τέλος του 1475. Ο Στέφανος διέταξε την εκτέλεση των Οθωμανών κρατουμένων στη Μολδαβία για να πάρει εκδίκηση για τη σφαγή του Αλέξανδρου της Θεοδωρούς και των ακολούθων του. Στη συνέχεια οι Ενετοί, που ήταν σε πόλεμο εναντίον των Οθωμανών από το 1463, θεώρησαν το Στέφανο ως κύριο σύμμαχό τους. Με την υποστήριξη τους, απεσταλμένοι του Στεφάνου προσπάθησαν να πείσουν την Αγία Έδρα να χρηματοδοτήσει άμεσα τον πόλεμο του Στέφανου, αντί να στείλει τα χρήματα στο Ματθαίο Κορβίνο. Η Σινιορία (κυβέρνηση) της Βενετίας τόνισε «Κανείς δεν πρέπει να αγνοείτο βαθμό στον οποίο ο Στέφανος θα μπορούσε να επηρεάσει την εξέλιξη των γεγονότων, με ένα ή τον άλλο τρόπο», αναφερόμενη στον εξέχοντα ρόλο του στο αντιοθωμανική συμμαχία.

Ο Στέφανος προσπάθησε να κινητοποιήσει τις δυτικοευρωπαϊκές δυνάμεις απευθυνόμενος στον πάπα και τη Βενετία, ωστόσο ούτε και πάλι έλαβε ουσιαστική βοήθεια. Έτσι την επόμενη χρονιά βρέθηκε πάλι μόνος απέναντι στη νέα τουρκική εισβολή. Αυτή τη φορά όμως ο εξοργισμένος σουλτάνος Μωάμεθ Β΄ ο Πορθητής προετοίμασε καλύτερα την εκστρατεία. Τέθηκε προσωπικά επικεφαλής του στρατού του (άνω των 100.000), έλαβε ένα σώμα στρατού από τον υποτελή βοεβόδα της Βλαχίας και προσέγγισε τους Τατάρους της Κριμαίας τούς οποίους έπεισε να εισβάλουν στη Μολδαβία από το βορρά, αλλά ο Στέφανος τους απέκρουσε. Αυτό όμως είχε ως αποτέλεσμα ένα μέρος του μολδαβικού στρατού να εγκαταλείψει τον ηγεμόνα του για να υπερασπιστεί τις περιοχές που ερημώνονταν από τους Τατάρους. Ο Σουλτάνος εισέβαλε στη Μολδαβία στα τέλη Ιουνίου του 1476. Οι Βλάχοι υποστήριξαν και πάλι τους Οθωμανούς, ενώ ο Ματθαίος Κορβινός έστειλε στρατό για να βοηθήσει τον Στέφανο. 

Ο Στέφανος υιοθέτησε μια πολιτική καμένης γης, αλλά δεν κατάφερε να αποφύγει τη μάχη. Στις 26 Ιουλίου του 1476 με περιορισμένες δυνάμεις, όχι περισσότερες από 20.000, αντιμετώπισε το σουλτανικό στρατό στο δάσος του Ραζμποϊένι, στη Μάχη της Βάλεα Άλμπα. Η πολύωρη και λυσσαλέα μάχη έληξε με ολοκληρωτική νίκη των Οθωμανών και πολύ μεγάλες απώλειες και για τους δύο αντιπάλους. Ο μολδαβικός στρατός διαλύθηκε και ο Στέφανος με ελάχιστους συντρόφους διέφυγε στα βόρεια της χώρας, ίσως και στην Πολωνία,όπου άρχισε να συγκεντρώνει νέο στρατό. Οι Οθωμανοί πάντως δεν μπόρεσαν να καταλάβουν τα φρούρια της Σουτσεάβα και της Νέαμτς. Ο Μωάμεθ προήλασε προς το εσωτερικό της χώρας και πολιόρκησε ανεπιτυχώς διάφορα οχυρά. Σύντομα ήρθε σε ιδιαίτερα δύσκολη θέση, λόγω έλλειψης εφοδίων και χολέρας που ενέσκηψε στο τουρκικό στράτευμα. Η συνεχής παρενόχληση από πλευράς του Στεφάνου και η συγκέντωση στρατευμάτων στην Τρανσυλβανία υπό τον Ούγγρο Πρίγκιπα της περιοχής, έπεισαν τον σουλτάνο να εγκαταλείψει τη Μολδαβία. Ο βυζαντινός ιστορικός Γεώργιος Σφραντζής κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο Μωάμεθ Β΄ "είχε υποστεί περισσότερες ήττες από τις νίκες" κατά την εισβολή στη Μολδαβία. Με την υποστήριξη της Ουγγαρίας, ο Στέφανος και ο Βλαντ Δράκουλας εισέβαλαν στη Βλαχία, αναγκάζοντας το Βασάραβα Λαϊότα να φύγει το Νοέμβριο του 1476. Ο Στέφανος επέστρεψε στη Μολδαβία, αφήνοντας τα μολδαβικά στρατεύματα πίσω για την προστασία του Βλαντ. Οι Οθωμανοί εισέβαλαν στη Βλαχία για να επαναφέρουν το Βασάραβα Λαϊότα. Ο Δράκουλας και οι Μολδαβοί ακόλουθοί του εσφάγησαν πριν από τις 10 Ιανουαρίου 1477. Ο Στέφανος εισέβαλε και πάλι στη Βλαχία και αντικατέστησε το Βασάραβα Λαϊότα με το Βασάραβα Δ΄ το Νεότερο. Ο Στέφανος έστειλε τους απεσταλμένους του στη Ρώμη και τη Βενετία για να πείσει τις Χριστιανικές δυνάμεις να συνεχίσουν τον πόλεμο εναντίον των Οθωμανών. Αυτός και η Βενετία θέλησαν επίσης να εμπλέξουν τη Μεγάλη Ορδή στον αντιοθωμανικό συνασπισμό, αλλά οι Πολωνοί δεν θέλησαν να επιτρέψουν στους Τάταρους να διασχίσουν τα εδάφη τους. 

Για να ενισχύσει τη θέση του στο εξωτερικό, ο Στέφανος υπέγραψε νέα συνθήκη με την Πολωνία στις 22 Ιανουαρίου 1479, υποσχόμενος να ορκιστεί προσωπικά στον Κάζιμιρ Δ΄ στην Κολομέα (σήμερα Κολομία στην Ουκρανία), αν το ζητούσε ειδικά ο βασιλιάς. Η Βενετία και η Οθωμανική Αυτοκρατορία έκαναν ειρήνη τον ίδιο μήνα, η Ουγγαρία και τη Πολωνία τον Απρίλιο. Αφού ο Βασάραβα ο Νεότερος πλήρωνε φόρο υποτέλειας στο σουλτάνο, ο Στέφανος έπρεπε να επιδιώξει συμφιλίωση με τους Οθωμανούς. Το Μάιο του 1480 υποσχέθηκε να ανανεώσει τον ετήσιο φόρο, που είχε σταματήσει να πληρώνει το 1473. Αξιοποιώντας την ειρήνη, ο Στέφανος προετοίμασε μια νέα σύγκρουση με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Εισέβαλε και πάλι στη Βλαχία και αντικατέστησε το Βασάραβα το Νεότερο με κάποιο Μιρτσέα, αλλά ο Βασάραβα ανέκτησε τη Βλαχία με Οθωμανική υποστήριξη. Οι Βλάχοι και οι Οθωμανοί τους σύμμαχοι εισέβαλαν στη Μολδαβία την άνοιξη του 1481. Ο Mωάμεθ Β΄ πέθανε το 1481. Η σύγκρουση μεταξύ των δύο γιων του, Βαγιαζίτ Β΄και Τζεμ, επέτρεψε στο Στέφανο να διεισδύσει στη Βλαχία και την Οθωμανική Αυτοκρατορία τον Ιούνιο. Ο ίδιος κατατρόπωσε το Βασάραβα το Νεότερο στο Ρίμνικου Βίλτσεα και τοποθέτησε στο θρόνο τον ετεροθαλή αδελφό του Βλαντ Δράκουλα, Βλαντ το Μοναχό. Μετά την επάνοδο του Βασάραβα του Νεότερου με Οθωμανική υποστήριξη, ο Στέφανος έκανε μια τελευταία προσπάθεια να εξασφαλίσει την επιρροή του στη Βλαχία. Οδήγησε και πάλι το στρατό του στη Βλαχία και νίκησε το Βασάραβα το Νεότερο, που πέθανε στη μάχη. Παρόλο που ο Βλάντ ο Μοναχός αποκαταστάθηκε, σύντομα αναγκάστηκε να δεχτεί την επικυριαρχία του σουλτάνου. Ο Mατθαίος Κορβίνος υπέγραψε πενταετή ανακωχή με το Βαγιαζίτ Β΄ τον Οκτώβριο του 1483. Η εκεχειρία εφαρμόστηκε σε όλη τη Μολδαβία, με εξαίρεση τα λιμάνια. Ο Βαγιαζίτ εισέβαλε στη Μολδαβία και κατέλαβε την Κίλια στις 14 Ιουλίου 1484. Ο υποτελής του, Μένλι Α΄ Τζιράι, χαν του Χανάτου της Κριμαίας εισέβαλε επίσης στη Μολδαβία και κατέλαβε την Τσετάτεα Αλμπα στις 3 Αυγούστου. Η κατάληψη των δύο λιμανιών εξασφάλισε τον έλεγχο των Οθωμανών στη Μαύρη Θάλασσα. Ο Βαγιαζίτ εγκατέλειψε τη Μολδαβία μόνο όταν ο Στέφανος πήγε προσωπικά να του αποδώσει φόρο υποτέλειας. Η απώλεια της Κιλία και της Τσετάτεα Αλμπα τερμάτισε τον έλεγχο της Μολδαβίας σε σημαντικές εμπορικές οδούς. Για να αποζημιώσει το Στέφανο, ο Κορβίνος του παραχώρησε τις κτήσεις Τσιτσέου και Τσετατέα ντι Μπάλτι στην Τρανσυλβανία, αλλά δεν θέλησε να παρβιάσει την εκεχειρία του με τους Οθωμανούς. Για να εξασφαλίσει την υποστήριξη του Κάζιμιρ Δ΄ ο Στέφανος πήγε στην Κολομέα και του ορκίστηκε πίστη στις 12 Σεπτεμβρίου 1485. Η τελετή πραγματοποιήθηκε σε μια σκηνή, αλλά το παραπέτασμά της τραβήχθηκε τη στιγμή που ο Στέφανος είχε γονατίσει μπροστά στον Κάζιμιρ. Τρεις μέρες αργότερα, ο Κάζιμιρ Δ΄ δεσμεύτηκε ότι δεν θα αναγνώριζε την κατάληψη της Κιλία και της Τσετάτεα Αλμπα από τους Οθωμανούς χωρίς τη συγκατάθεση του Στεφάνου. Κατά τη διάρκεια της επίσκεψης του Στεφάνου στην Πολωνία, οι Οθωμανοί εισέβαλαν στη Μολδαβία και λεηλάτησαν τη Σουτσεάβα. Προσπάθησαν επίσης να τοποθετήσουν στο θρόνο ένα διεκδικητή του, τον Πέτρο Χρονόντα. Ο Στέφανος επέστρεψε από την Πολωνία και νίκησε τους εισβολείς με πολωνική βοήθεια το Νοέμβριο. Πάλι νίκησε τους Οθωμανούς στη Σκέια το Μάρτιο του 1486, αλλά δεν μπόρεσε να ανακαταλάβει την Κίλια και την Τσετάτεα Αλμπα. Το 1486 υπέγραψε τριετή εκεχειρία με τους Οθωμανούς, υποσχόμενος να πληρώνει τον ετήσιο φόρο στο σουλτάνο.

ΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ ΜΕ ΤΗΝ ΠΟΛΩΝΙΑ
Η Πολωνία συνήψε συνθήκη ειρήνης με την Οθωμανική Αυτοκρατορία το 1489, αναγνωρίζοντας την απώλεια της Κιλία και της Τσετάτεα Αλμπα, χωρίς τη συγκατάθεση του Στέφανου. Παρόλο που η συνθήκη επιβεβαίωσε τα σύνορα της Μολδαβίας, ο Στέφανος το θεώρησε ως παραβίαση της συμφωνίας του 1485 με τον Κάζιμιρ Δ΄. Αντί να αποδεχθεί τη συνθήκη, αναγνώρισε την επικυριαρχία του Ματθαίου Κορβίνου. Ωστόσο ο Κορβίνος πέθανε απροσδόκητα στις 6 Απριλίου 1490. Τέσσερις υποψήφιοι διεκδίκησαν την Ουγγαρία, συμπεριλαμβανομένων του Μαξιμιλιανού των Αψβούργων και δύο γιων του Κάζιμιρ Δ΄, του Βλαδίσλαου και του Ιωάννη Αλβέρτου. Ο Στέφανος υποστήριξε τον Μαξιμιλιανό των Αψβούργων, που παρότρυνε τα Τρία Εθνά της Τρανσυλβανίας να συνεργαστούν με το Στέφανο εναντίον των αντιπάλων του. Ωστόσο οι περισσότεροι Ούγγροι άρχοντες και αρχιερείς υποστήριξαν το Βλαδίσλαο, που στέφθηκε βασιλιάς στις 21 Σεπτεμβρίου, αναγκάζοντας το Μαξιμιλιανό να αποχωρήσει από την Ουγγαρία το Νοέμβριο. Επειδή ο Ιωάννης Αλβέρτος (που ήταν ο κληρονόμος του πατέρα του στην Πολωνία) δεν εγκατέλειψε τις αξιώσεις του ο Στέφανος αποφάσισε να υποστηρίξει το Βλαδίσλαο για να αποτρέψει μια προσωπική ένωση μεταξύ Ουγγαρίας και Πολωνίας. Εισέβαλε στην Πολωνία και κατέλαβε την Ποκούτια(στη σημερινή Ουκρανία). Ο Στέφανος υποστήριξε επίσης το Βλαδίσλαο ενάντια στους Οθωμανούς που εισέβαλαν στην Ουγγαρία αρκετές φορές μετά το θάνατο του Κορβίνου. Σε αντάλλαγμα ο Βλαδίσλαος επιβεβαίωσε τις αξιώσεις του Στεφάνου για το Τσιτσέου και την Τσετάτεα ντε Μπάλτα στην Τρανσυλβανία. Ο Ιωάννης Αλβέρτος με τη σειρά του αναγκάστηκε να αναγνωρίσει τον αδελφό του ως νόμιμο βασιλιά στα τέλη του 1491. Ο Κάζιμιρ Δ΄ πέθανε στις 7 Ιουνίου 1492. Ένας από τους νεότερους γιους του, ο Αλέξανδρος, τον διαδέχθηκε στη Λιθουανία και ο Ιωάννης Αλβέρτος εξελέγη βασιλιάς της Πολωνίας στα τέλη Αυγούστου. Ο Ιβάν Γ΄ της Ρωσίας, Μεγάλος Πρίγκιπας της Μόσχας, εισέβαλε στη Λιθουανία για να διευρύνει την εξουσία του στα παραμεθόρια πριγκιπάτα. Τα επόμενα χρόνια ο Ιβάν και ο Στέφανος συντόνισαν τη διπλωματία τους, πράγμα που επέτρεψε στον Ιβάν να πείσει τον Αλέξανδρο να αναγνωρίσει την απώλεια σημαντικών εδαφών υπέρ της Μόσχας το Φεβρουάριο του 1494.

Η Οθωμανική πίεση επέφερε μια επαναπροσέγγιση μεταξύ Ουγγαρίας και Πολωνίας. Ο Βλαδίσλαος συναντήθηκε με τους τέσσερις αδελφούς του στο Λέκσε (σημερινό Λέβοτσα στη Σλοβακία) τον Απρίλιο του 1494 και σχεδίασαν μια σταυροφορία κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ωστόσο ο Ιωάννης Αλβέρτος ήθελε να ενισχύσει την πολωνική κυριαρχία στη Μολδαβία και να εκθρονίσει το Στέφανο υπέρ του Σιγισμούνδου, πράγμα που δημιούργησε νέες εντάσεις μεταξύ Πολωνίας και Ουγγαρίας. Λίγο μετά τη διάσκεψη ο Ιωάννης Αλβέρτος αποφάσισε να ξεκινήσει μια εκστρατεία κατά των Οθωμανών για να ανακαταλάβει την Κιλία και την Τσετάτεα Αλμπα. Φοβούμενος ότι η υποταγή της Μολδαβίας ήταν ο πραγματικός σκοπός του Ιωάννη Αλβέρτου, ο Στέφανος έκανε αρκετές προσπάθειες να αποτρέψει την εκστρατεία του. Με την υποστήριξη του Ιβάν Γ΄ έπεισε τον Αλέξανδρο της Λιθουανίας να μην συνεργαστεί με τον Ιωάννη Αλβέρτο. Ο σουλτάνος ​​έστειλε 600 γενίτσαρους στη Μολδαβία κατόπιν αιτήματος του Στεφάνου. Ο πολωνικός στρατός περνώντας το Δνείστερο μπήκε στο Μολδαβία στις 7 Αυγούστου 1497. Ο Στέφανος έστειλε τον καγκελάριό του Ισαάκ στον Ιωάννη Αλβέρτο, ζητώντας την απόσυρση των πολωνικών δυνάμεων από τη Μολδαβία, αλλά ο Ιωάννης Αλβέρτος φυλάκισε τον Ισαάκ. Οι Πολωνοί τότε πολιόρκησαν τη Σουτσεάβα στις 24 Σεπτεμβρίου. Μετά από λίγο, ξέσπασε πανώλης στο πολωνικό στρατόπεδο , ενώ ο Βλαδίσλαος της Ουγγαρίας έστειλε έναν στρατό 12.000 ανδρών στη Μολδαβία, αναγκάζοντας τον Ιωάννη Αλβέρτο να άρει την πολιορκία στις 19 Οκτωβρίου. Οι Πολωνοί άρχισαν να βαδίζουν προς την Πολωνία, αλλά ο Στέφανος τους προσέβαλε και τους κατατρόπωσε σε ένα φαράγγι στη Βουκοβίνα στις 25 και 26 Οκτωβρίου. Για να διευρύνει τη νίκη του ο Στέφανος έκανε αρκετές επιδρομές στην Πολωνία τους επόμενους μήνες. Έκανε ειρήνη με τον Ιωάννη Αλβέρτο μόνο αφού η Πολωνία και η Ουγγαρία συνήψαν μια νέα συμμαχία κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥ
Η υγεία του Στέφανου εξασθένησε κατά τα τελευταία χρόνια του. Ο Δόγης της Βενετίας έστειλε έναν γιατρό, το Ματέο Mουριάνο, στη Μολδαβία για να τον θεραπεύσει. Ο γιος και συνηγεμόνας του Στέφανου, Μπογκντάν, διεξήγαγε τις διαπραγματεύσεις με την Πολωνία για μια συνθήκη ειρήνης. Η συνθήκη, που ο Στέφανος επικύρωσε στο Χιρλάου το 1499, έβαλε τέλος στην πολωνική κυριαρχία στη Μολδαβία. Ο Στέφανος σταμάτησε και πάλι να πληρώνει φόρο τους Οθωμανούς το 1500. Εισέβαλε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, αλλά δεν μπόρεσε να ανακαταλάβει την Κιλία ή την Τσετάτεα Αλμπα. Οι Τάταροι της Μεγάλης Ορδής εισέβαλαν στη νότια Μολδαβία, αλλά ο Στέφανος τους νίκησε με την υποστήριξη των Τάταρων της Κριμαίας το 1502. Έστειλε επίσης ενισχύσεις στην Ουγγαρία για να πολεμήσουν κατά των Οθωμανών. Η Ουγγαρία και η Οθωμανική Αυτοκρατορία συνήψαν μια νέα ειρηνευτική συνθήκη στις 22 Φεβρουαρίου 1503, που περιελάμβανε και τη Μολδαβία. Από τότε στο εξής ο Στέφανος πλήρωνε και πάλι ετήσιο φόρο στους Οθωμανούς. Όταν ο Στέφανος ήταν ετοικοθάνατος οι βογιάροι που αντιτάχθηκαν στον Μπογκντάν, επαναστάτησαν, αλλά κατεστάλησαν. Στην επιθανάτια κλίνη του προέτρεψε το Μπογκντάν να συνεχίσει να αποδίδει το φόρο στο σουλτάνο. Πέθανε στις 2 Ιουλίου και ετάφη στο Μοναστήρι Πούτνα.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Ο βοεβόδας Στέφανος είχε συνήθεια μετά από κάθε μάχη να χτίζει μοναστήρια και εκκλησίες, ο αριθμός των οποίων ανέρχεται σε πέραν των σαράντα. Έδωσε δε περισσότερες από τριαντατέσσερεις νικηφόρες μάχες. Ήταν ταπεινός και χαρακτηριστικά έλεγε ότι ο Θεός κατατρόπωσε τους εχθρούς μας. Κατόρθωσε να δημιουργήσει ένα ισχυρό κράτος. Είχε επίσης τη συνήθεια μετά από τις νικηφόρες μάχες να κρατάει πολυήμερη αυστηρή νηστεία όχι μόνο αυτός αλλά και οι υπήκοοί του. Λέγεται επίσης ότι πρίν από τη διεξαγωγή διαφόρων πολεμικών επιχειρήσεων συνήθιζε να παντρεύει εικοσιτέσσερα αγόρια και άλλα τόσα κορίτσια προικίζοντάς τους και δίνοντάς τους διάφορες τιμές και αξιώματα. Ο Άγιος Στέφανος είναι ένας από τους μεγαλύτερους ευεργέτες του Αγίου Όρους μετά από την άλωση της Βασιλεύουσας. Πολλές μονές δέχτηκαν τη βοήθειά του, όπως η Ιερά Μονή Οσίου Γρηγορίου η οποία ανακαινίστηκε εξολοκλήρου από αυτόν, η Ιερά Μονή Ζωγράφου της οποίας είναι ο δεύτερος μεγάλος κτίτορας και η Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου της οποίας έχτισε τον αρσανά (λιμάνι) στον οποίο σώζεται μια μαρμάρινη πλάκα στην οποία παριστάνεται ο άγιος Στέφανος να δωρίζει τον αρσανά στην Παναγία.

Δώρισε δε πολλά χειρόγραφα (μηναία, τετραευάγγελα, ευαγγέλια, αποστόλους και άλλα) καθώς επίσης χρυσοκέντητα πετραχίλια, αέρα και «ποδιές» σε διάφορα μοναστήρια του Αγίου Όρους αλλά και της Μολδαβίας. Στις 20 Ιουνίου 1992 μ.Χ. η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ρουμανίας τον κατέταξε επισήμως στο αγιολόγιο.