Τετάρτη 6 Μαρτίου 2019

ΟΣΙΟΣ ΣΑΒΒΑΣ Ο ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΝΟς



Σε αυτή την ανάρτηση σας παρουσιάζουμε την βιογραφία όχι του «γνωστού» ΑΓΙΟΥ ΣΑΒΒΑ που όλοι γνωρίζουμε και γιορτάζει στις 5 Δεκεμβρίου αλλά του Οσίου Σάββα του Βατοπαιδινού. Είναι ο άγιος στον οποίο αναφερθήκαμε σε μία από τις τελευταίες αναρτήσεις στο δικό μας blog, όταν αναφερόμασταν στην ιστορία της διάσωσης και ανεύρεσης της εικόνας της Παναγίας της Βηματάρισσας ή Κτιτόρισσας στην ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΟΥ. Ας δούμε λοιπόν την βιογραφία του.
ΟΣΙΟΣ ΑΓΙΟΣ ΣΑΒΒΑΣ Ο ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΝΟΣ
Ο Όσιος Σάββας γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη περί το 1280 μ.Χ. από  γονείς που ήταν καλοί χριστιανοί, και οι οποίοι τελικά μόνασαν. Ο βιογράφος του Οσίου ήταν ο Άγιος Φιλόθεος ο Κόκκινος (που γιορτάζει στις 11 Οκτωβρίου)  που τον γνώριζε και προσωπικά τον Όσιο Σάββα και ο οποίος τον εγκωμιάζει με τα καλύτερα λόγια. Ο όσιος ονομαζόταν στην κοσμική ζωή Στέφανος. Έλαβε καλή βασική μόρφωση και από νωρίς αγάπησε θερμά τις αρετές του χριστιανισμού με αποτέλεσμα να ήταν σε όλους πολύ αγαπητός. Από νέος εγκαταλείπει την Θεσσαλονίκη και την οικογενειακή ασφάλεια και αγάπη και έρχεται στο Άγιο Όρος. Τίθεται στην υπακοή σεβάσμιου και έμπειρου Γέροντα στην περιοχή των Καρυών και σε κελλί που υπαγόταν στην μονή Βατοπαιδίου. Στην βάπτισή του ως μοναχός λαμβάνει το όνομα Σάββας. Υπόμενε με υπομονή την αυστηρότητα του Γέροντα του και τη σκληρότητα της υπερβολικής του εγκράτειας. Η πείνα, η δίψα, η ολονύκτια αγρυπνία, και η ορθοστασία τον συνόδευαν πάντοτε. Ο αυστηρός του Γέροντας, του ήταν πολύ αγαπητός, αφού τον θεωρούσε βέβαιο οδηγό της σωτηρίας του. Ο ίδιος ήταν πολύ αγαπητός σε όλους τους άλλους μοναχούς οι οποίοι και χαίρονταν τη συνομιλία μαζί του. Λόγω της μεγάλης του ταπεινοφροσύνης αρνήθηκε να δεχθεί την ιερωσύνη που του πρότειναν επανειλημμένα. Βλέποντας πως οι γέροντες επέμεναν στο να γίνει ιερέας, την ημέρα της χειροτονίας του κρύφθηκε σε μέρος που αδυνατούσαν να τον ανακαλύψουν και έτσι δεν τελέστηκε η τελετή της ιεροσύνης του. Πολλά είναι τα  γεγονότα που φανερώνουν το μέγεθος της χριστιανικής του αρετής. Για παράδειγμα όταν σε μεγάλο ταξίδι πεζοπορώντας φορτώνει  στον ώμο του τα πράγματα και τον ίδιο τον αδελφό συνοδοιπόρο του. Λόγω των συνεχών επιδρομών των Καταλανών ο Γέροντας του αναχωρεί με άλλους πατέρες για την μονή της Θεοτόκου της Θεσσαλονίκης. Ο ίδιος μη θέλοντας να έχει τις περιποιήσεις των γονέων του και τις κολακείες των γνωστών, φίλων και συγγενών, αναχωρεί για τα νησιά του Αιγαίου, Λήμνο, Λέσβο και Χίο και καταλήγει στη Μικρά Ασία, και συγκεκριμένα στην Έφεσο. Επισκέπτεται την Πάτμο και άλλα νησιά και καταλήγει τελικά στην Κύπρο. Μετά από θερμή προσευχή αποφασίζει ν’ ακολουθήσει τη δύσκολη οδό της διά Χριστόν σαλότητος, που σημαίνει ότι απορρίπτει όλα τα ρούχα του με αποτέλεσμα να περιφέρεται στα βουνά άστεγος και γυμνός, αλλά και στις πόλεις άγνωστος, αμίλητος, άσιτος και απρόσιτος. Νεκρός για τον κόσμο ζούσε με συνεχή νηστεία η μάλλον ασιτία. Έφθανε στο σημείο να τρώει μια φορά την εβδομάδα μόνο άγρια χόρτα. Δεν είχε στρώμα, στέγη, ένδυση, φιλίες και γνωριμίες. Ζούσε πράγματι μια ζωή σπάνια, απερίγραπτη, ασυνήθιστη κι απίθανη. Εκτεθειμένος στον καύσωνα, στο ψύχος, στην καταιγίδα, τη νεροποντή, τον άνεμο, τα θηρία, τα ερπετά, και τη στέρηση απορούσε κανείς πως δεν τον επισκεπτόταν ο θάνατος. Αρκετοί τον θεωρούσαν παράφρονα και τον περιφρονούσαν και απομακρύνονταν από κοντά του. Μερικοί όμως με το πέρασμα του χρόνου άρχιζαν να τον σέβονται και να τον τιμούν, υποψιαζόμενοι τον μυστικό αγώνα του και την επιλεγμένη σιωπή του. Με τον πνευματικό αγώνα που έδινε πολεμούσε την ηδονή, την αλαζονεία, την υπεροψία και την  εμπάθεια. Ορισμένοι τον παρεξηγούσαν, τον υποπτεύονταν, τον έβριζαν κι έφθασαν ακόμη και να τον δείρουν ανελέητα. Εκείνος όμως είχε μια υπέροχη συγχωρητικότητα και θεωρούσε τις κατά του εαυτού του ενέργειες των ανθρώπων καθαρά δαιμονοκίνητες. Κάποτε που εισήλθε σε ένα μοναστήρι παπικών που γευμάτιζαν εξήλθε αιμόφυρτος από το ξύλο που του έδωσαν θεωρώντας τον ως απατεώνα. Παντού και πάντοτε διατηρούσε τη σιωπή, την προσευχή και την ταπείνωση. Έφθασε όμως ο καιρός που η περιφρόνηση, η κακομεταχείριση και η υβρεολογία μετατράπηκε σε θαυμασμό, δόξα και τιμή για τον όσιο. Ο ευλαβής κυπριακός λαός άρχισε να τον τιμά ως άγιο, ενώ ακόμη ζούσε, με ιδιαίτερη αγάπη. Η τιμή όμως ενοχλούσε υπερβολικά τον συγκεκριμένο άνθρωπο, όπως άλλους η ατιμία, και έτσι αποφάσισε την αναχώρηση από τη Κύπρο, όπου έζησε πολύ καιρό με θαυμαστούς αγώνες. Βαρύ πένθος κατέλαβε τους Κύπριους με την αποχώρηση του. Μετά από περιπέτειες έφθασε στους Αγίους Τόπους και έγινε ταπεινός προσκυνητής του Παναγίου Τάφου και των άλλων προσκυνημάτων. Κατόπιν επισκέφθηκε το όρος Σινά ως αρχάριος και ανίδεος με την ανυπέρβλητη και πρωτοφανή μετριοφροσύνη του. Επιστρέφει στα Ιεροσόλυμα και εγκλείεται στα ασκητήρια που υπήρχαν μετά τον ποταμό Ιορδάνι. Η κλίση που έδειχνε ήταν μεγάλη για την αφάνεια, την ασημότητα, την αδοξία και τη μυστικότητα. Πολλοί ήταν αυτοί που συνέτρεχαν από παντού, διδάσκονταν από τη σιωπή του και ευφραίνονταν από τη γαλήνη της θέας του προσώπου του. Αρκούνταν σε μερικά νεύματα και φιλούσε τα πόδια τους. Όλοι τον είχαν για μεγάλο και σπουδαίο άνθρωπο του Θεού.

Φοβούμενος τη δόξα των ανθρώπων αναχώρησε πάλι κρυφά στη βαθύτερη έρημο για μεγαλύτερη άσκηση, ώστε να αποκάμει και να τον υπηρετούν άγγελοι. Ο Χριστός του φανερώθηκε για δεύτερη φορά και αυτή ήταν η μεγαλύτερη χαρά του. Νέοι κίνδυνοι και νέοι φοβεροί πειρασμοί τον οδήγησαν κοντά στον θάνατον, αλλά τελικά σώθηκε. Εισήλθε στη μονή του αγίου Σάββα του Ηγιασμένου, όπου έγινε γνωστός και του απέδωσαν μεγάλες τιμές μοναχοί και λαϊκοί που συνέτρεξαν να τον δούν. Εκείνος όμως έμεινε ατάραχος στην ησυχία και προσευχή. Έφθασε να μεταστεί σωματικά, ύστερα από σαρανταήμερη τελεία νηστεία, ορθοστασία κι αγρυπνία. θα νόμιζε κανείς, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο βιογράφος του, ότι πρόκειται για ακίνητο άγαλμα. Είδε για τρίτη φορά τον Χριστό φως και γέμισε από ευφροσύνη. Στη συνέχεια της ζωής του έμενε αναπόσπαστος στη θέα της καταπληκτικής εκείνης θεοφάνειας. Γι’ αυτό και δεν εκινείτο διόλου, αλλά έμενε στο ίδιο μέρος ακίνητος επί πολύ. Κατόπιν αποφάσισε να πάει υποτακτικός στο κοινόβιο του Τιμίου Προδρόμου παρά τον Ιορδάνη, προς έκπληξη των εκεί μοναζόντων, όπου ανέλαβε το διακόνημα του εκκλησιαστικού. Η θεία χάρη που είχε μέσα του τον έκανε να επιτελεί θαύματα, να ημερεύει λιοντάρια και να τον υπακούουν. Με θεϊκή δι’ αγγέλου εντολή αναχώρησε από το μοναστήρι. Οι μοναχοί τον αποχωρίσθηκαν θλιμμένοι. Στα Ιεροσόλυμα τον υποδέχθηκαν με μεγάλες τιμές. Πορεύθηκε προς τη Δαμασκό και την Αντιόχεια της Συρίας. Στον δρόμο του συνάντησε μια γυναίκα με το νεκρό παιδι της στην αγκαλιά της. Βλέποντας τα δάκρυά της και τις παρακλήσεις της το ανέστησε. Για να αποφύγει τις τιμές αναχώρησε αμέσως αλλάζοντας δρόμο. Με πλοίο έφθασε στην Κρήτη, όπου επί διετία ασκήθηκε στα έρημα βουνά της με υπεράνθρωπο τρόπο, ώστε να ασθενήσει. Κατόπιν μετέβη στην Εύβοια, την Πελοπόννησο, την Αθήνα, τη Μακεδονία, τη Θράκη, την Ηράκλεια και την Κωνσταντινούπολη, όπου παρέμεινε σιωπηλός κι έγκλειστος στη μονή του Αγίου Διομήδους. Η φήμη όμως δεν μπόρεσε πάλι να κρυφτεί. Τον αναζήτησε ο πατριάρχης Ησαΐας και ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Β’ ο Παλαιολόγος. Του ζητήθηκε και υπέγραψε ορθή ομολογία πίστεως. Επέστρεψε στο Άγιον Όρος, το περιόδευσε και ήρθε στην ιερά μονή Βατοπαιδίου, όπου είχε επιστρέψει και ο Γέροντάς του και είχε αναπαυθεί. Ο πάντα ταπεινόφρων Σάββας προτίμησε την υπακοή. Έλυσε τη σιωπή του και έγινε ξανά εκκλησιαστικός, ψάλτης, αναγνώστης, τραπεζάρης και νοσοκόμος. Σε όλα τα διακονήματα που αναλάμβανε ήταν πρόθυμος, ακριβής, προσεκτικός και αποδοτικός. Υπόδειγμα μοναχού, κυρίως στο ναό, αλλά και στο διακόνημα και στο κελλί του. Δίδασκε με το βιωμένο του παράδειγμα, το ύφος και το ήθος του, τη στάση του, και την προσευχή του. «Όλη η Βατοπαιδινή αδελφότητα τον παρακαλούσε να δεχθεί την ιερωσύνη, μα στάθηκε αδύνατον, θέλοντας ν’ ασχολείται μόνο με τον εαυτό του κι όχι με τους άλλους. Απόφευγε πάντα τις τιμές, αγαπούσε υπερβολικά την ταπείνωση κι υπόμενε τις δοκιμασίες, τρέφοντας περισσή αγάπη στον ηγούμενο και τους αδελφούς του, που τους δίδασκε όλους με την ησυχη κι απαθή ζωή του. Η ζωή του στο Βατοπαίδι ηταν γεμάτη από θεοφάνειες κι αγγελοφάνειες».
Κατά τον εμφύλιο πόλεμο (1341 - 1347 μ.Χ.) οι Βατοπαιδινοί αδελφοί του και οι Αγιορείτες πατέρες τον πίεσαν αφόρητα να ηγηθεί ειρηνευτικής αποστολής στην Κωνσταντινούπολη, προκειμένου να τερματισθεί ο φοβερός εμφύλιος σπαραγμός. Υπάκουσε ξανά, παρότι προείδε και προείπε ότι η αποστολή τους δεν θα έχει αίσιο τέλος. Μετέβη στην Κωνσταντινούπολη και κατά την διάρκεια μίας ολόκληρης εξαετίας αφοσιώθηκε στην προσευχή, αφού οι λόγοι του περί ειρήνης και ομονοίας δεν εισακούονταν. Οι προσευχές του για τον παρασυρμό των ανθρώπων από τα άγρια πάθη ήταν συνεχείς ενώ οι λόγοι του υπέρ συμφιλιώσεως των αντιμαχόμενων πολύ λίγοι. Με σκληρά λόγια, για πρώτη φορά, μίλησε κατά του Ανδρέα Παλαιολόγου, που ηγείτο του κινήματος των Ζηλωτών στη Θεσσαλονίκη και ήταν υπαίτιος πολλών αιματοχυσιών κι ανθρωποκτονιών. Συνέχεια των πολιτικών ταραχών υπήρξαν οι εκκλησιαστικές έριδες με αρχηγό τον αιρετικό Βαρλαάμ τον Καλαβρό, φοβερό πολέμιο του ιερού ησυχασμού και υποκειμενικό ερμηνευτή των θείων δογμάτων. Ο όσιος Σάββας έγινε ορθός υπερασπιστής των δογμάτων και αυστηρός κατήγορος του Γρηγορίου Ακινδύνου, ακολούθου του Βαρλαάμ. Ο ίδιος ο Σάββας ήταν σύμβουλος του αυτοκράτορας Ιωάννου ΣΤ του Καντακουζηνού, τον όποιο στήριζε με τις προσευχές του και υπήρξε υπέρμαχος της Ορθοδοξίας.
Ο αυτοκράτορας πρότεινε στην Εκκλησία την εκλογή του Σάββα ως πατριάρχη και όλοι συμφώνησαν απόλυτα. Εκείνος όμως επίμονα αρνήθηκε. Αναγκάσθηκε να έλθει ο ίδιος ο αυτοκράτορας με τη συνοδεία του για να τον πείσει, αλλά στάθηκε τελείως αδύνατο, παρότι τον παρακαλούσε ικετευτικά έπι ημέρες και είχαν ετοιμασθεί όλα τα της χειροτονίας του. Η ταπείνωση του δεν τον άφηνε να ανέρχεται αλλά μόνο να κατέρχεται, να κρύβεται, να κάνει τον αμαθή, να σιωπά. Πέρασε την τελευταία εξαετία της ζωής του σχεδόν έγκλειστος στη μονή της Χώρας. Προείδε το τέλος του και το ανάφερε στον μαθητή του, λέγοντάς του λόγους περί ταπεινοφροσύνης. Εκοιμήθη ειρηνικά περί το 1349 μ.Χ.
Πράγματι η βιογραφία του από τον αγίο Φιλοθέο Κοκκίνου αποτελεί εξαιρετικό αγιολογικό κείμενο. Είναι ένα από τα καλύτερα αθωνικά συναξάρια. Ο βίος υπάρχει σε αρκετά αγιορειτικά χειρόγραφα.
Αναφέρεται πως τον Οκτώβριο του 1840 μ.Χ., όταν γίνονταν επισκευές στο οστεοφυλάκειο τοϋ κοιμητηρίου της μονής Βατοπαιδίου, βρέθηκαν τα οστά ενός μοναχού να ευωδιάζουν. Του απεδόθη το όνομα Ευδόκιμος. Ο ασκητής Ιάκωβος ανέφερε στη σύναξη της μονής ότι πρόκειται για τον όσιο Σάββα τον Βατοπαιδινό, προφανώς ύστερα από κάποια αποκάλυψη. Ο Γέροντας Δανιήλ ο Κατουνακιώτης αναφέρει πως ο όσιος Σάββας παρουσιάσθηκε σε Βατοπαιδινό Γέροντα Κελλιώτη, τον όποιο θεράπευσε από ασθένεια, και του είπε: «Δεν λέγομαι Ευδόκιμος, άλλα Σάββας Μοναχός. Πλην να ειπής εις τους Πατέρας της Ιεράς Μονής να με αποκαλώσιν Εύδόκιμον».
Η μνήμη του τιμάται στις 11 Οκτωβρίου και στις 15 Ιουνίου, την Τετάρτη της Διακαινησίμου μετά των Σιναϊτών Αγίων και στις 10 Ιουλίου μετά των Βατοπαιδινών Αγίων.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου