Πέμπτη 21 Μαρτίου 2019

ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΟΣΙΟΥ ΠΑΪΣΙΟΥ ΒΕΛΙΤΣΚΟΦΣΚΙ



Ο όσιος Παΐσιος Βελιτσκόφσκι ήταν ο μοναχός που του παραχωρήθηκε η μικρή και ταπεινή ΙΕΡΑ ΣΚΗΤΗ ΠΡΟΦΗΤΗ ΗΛΙΑ και πολύ σύντομα την μετέτρεψε σε ένα από τα σημαντικότερα ασκητικά κέντρα του 18ου αιώνα στον ορθόδοξο κόσμο. Ας δούμε την βιογραφία του αφού πέρα από τον σημαντικό του ρόλο στην σκήτη του ΠΡΟΦΗΤΗ ΗΛΙΑ στο ΑΓΙΟ ΟΡΟΣ είναι και μία από τις σπουδαιότερες μορφές στην εξέλιξη του ορθόδοξου μοναχισμού.

ΟΣΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ ΒΕΛΙΤΣΚΟΦΣΚΙ
Ο όσιος Παΐσιος Βελιτσκόφσκι (1722-1794) υπήρξε μια μεγάλη μορφή του μοναχισμού που έζησε μερικά χρόνια στο Άγιο Όρος και έζησε γενικά στις σλαβικές χώρες, και κυρίως στην Ουκρανία, την Μολδαβία και την Βλαχία, αλλά επεκτάθηκε σε όλο τον χώρο των Βαλκανίων, της Ρωσίας και σε άλλες περιοχές. Πρόκειται για μια εκπληκτική προφητική φυσιογνωμία στον χώρο του μοναχισμού τον 18ο αιώνα που επανέφερε τον μοναχισμό των Βαλκανίων και της Ρωσίας στις πατερικές αρχαίες πηγές του, αφού ο μοναχισμός είχε αλλοιωθεί από τις μεταρρυθμίσεις που έγιναν επί Μεγάλου Πέτρου, όταν εισέρρευσε στην Ρωσία το δυτικό, διαφωτιστικό και ρομαντικό πνεύμα της Δύσεως.  Έζησε για ένα χρονικό διάστημα στο Άγιο Όρος, και μετάφρασε στα ρωσοσλαβικά τα κείμενα των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας που κάνουν λόγο για την ησυχαστική παράδοση της Εκκλησίας, για την κάθαρση της καρδιάς, τον φωτισμό του νου και την θέωση, δηλαδή κείμενα που απαρτίζουν την γνωστή «Φιλοκαλία».

 Η πορεία του προς τον μοναχισμό.
Το κοσμικό όνομά του ήταν Πέτρος και γεννήθηκε στην Πολτάβα της Ουκρανίας, της Μικράς Ρωσίας, όπως λεγόταν η Ουκρανία, το έτος 1722. Έμεινε ορφανός από πατέρα σε ηλικία 4 ετών. Στην ηλικία των δέκα χρόνων διάβαζε την Παλαιά και Καινή Διαθήκη, το βιβλίο Μαργαρίτης του ιερού Χρυσοστόμου, τον όσιο Εφραίμ τον Σύρο, τον αββά Δωρόθεο και άλλα βιβλία. Με την ανάγνωση αυτή γεννήθηκε μέσα του η αγάπη για τον μοναχισμό. Όταν σπούδαζε στο Κίεβο έδειχνε περισσότερο ζήλο για τα πνευματικά ζητήματα, παρά για τα σχολαστικά μαθήματα που διδάσκονταν τότε στην Εκκλησιαστική Σχολή. Ο ίδιος περιγράφει έναν χαρακτηριστικό διάλογο με τον Σχολάρχη του που δείχνει τον πρώϊμο ζήλο του για την πατερική ησυχαστική Παράδοση. Επισκεπτόταν την σπηλαιώτικη Λαύρα του Κιέβου και εμπνεόμενος από την μοναχική ζωή και από την άσκηση των μοναχών αναπτυσσόταν μέσα του η αγάπη για τον μοναχισμό και μάλιστα για την ερημική ζωή. Αναζητούσε ασκητές, ερημίτες Πατέρες και ωφελείτο από την παρουσία τους και τα λόγια τους.  Για την ικανοποίηση του μεγάλου του πόθου να μονάσει σε ησυχία και κακοπάθεια εγκατέλειψε τις σπουδές του στο Κίεβο, καθώς επίσης αποχωρίσθηκε την μητέρα του, μέσα σε μια συγκινητικότατη και συναισθηματικά φορτισμένη ατμόσφαιρα. Είναι εκπληκτικός αφ’ ενός μεν ο ζήλος του για την μοναχική ζωή, αφ’ ετέρου δε η ισχυρή του θέληση για την εκπλήρωση του πόθου του. Εκπλήσσεται κανείς διαβάζοντας τις ταλαιπωρίες του για την αναζήτηση ενός κατάλληλου τόπου, την επίσκεψή του σε διάφορα μοναστικά κέντρα και την συνάντησή του με ερημίτες στους οποίους ήθελε να κάνει υπακοή για την σωτηρία του, χαρακτηριστική δε περίπτωση είναι ο ερημίτης Ησύχιος. Πέρασε ποτάμια, δάση, σύνορα, με πολλές δυσκολίες, με αφάνταστες και απερίγραπτες ταλαιπωρίες. Στην αναζήτηση κατάλληλου τόπου έφθασε στην Ιερά Μονή του Αγίου Νικολάου που βρίσκεται στον ποταμό Τιασμίνα και ονομάζεται Μεντβέντοβσκι, όπου και έλαβε το μικρό μοναχικό σχήμα και ονομάσθηκε Πλάτων. Ο διωγμός, όμως, που ξέσπασε εναντίον της Μονής, αφού οι αξιωματούχοι της περιοχής τους πίεζαν να προσχωρήσουν στην Ουνία, τον εξανάγκασε να επιστρέψη στην Σπηλαιώτικη Λαύρα του Κιέβου. Ευρισκόμενος εκεί ωφελήθηκε ψυχικά από την παρουσία μεγάλων ασκητών Πατέρων, που διακρίνονταν για την άσκησή τους και τις αρετές τους. Οι ασκητές, όμως, αυτοί δεν δέχονταν συνήθως να καθοδηγήσουν άλλους, ενώ εκείνος αναζητούσε πνευματικό καθοδηγό για την πνευματική του ζωή. Γι’ αυτό αναζήτησε αυτόν τον πνευματικό καθοδηγό στην Μολδαβία, περνώντας διάφορα μέρη μέσα στο χιόνι που έφθανε μέχρι το γόνατο, αντιμετωπίζοντας απροσδόκητες δυσκολίες όταν περνούσε τα σύνορα με άλλους συνοδοιπόρους του. Στην πορεία του αυτή συνάντησε πολλούς καλούς ασκητές που ζούσαν με βαθειά και μεγάλη άσκηση. Στην σκήτη Κίρνουλ συνάντησε ασκητές, ερημίτες πατέρες που ζούσαν την ησυχαστική παράδοση. Εκεί διδάχθηκε ο όσιος Παΐσιος «τι είναι εργασία και θεωρία και αληθινή νοερά ησυχία. Εκεί, όχι μόνο έμαθε την νήψη και προσοχή που τελείται στην καρδιά δια του νοός και τη νοερά προσευχή, αλλά και απήλαυσε στην καρδιά τη θεία ενέργεια που κινείται από αυτήν». Η θεία, όμως, Πρόνοια ήθελε τον όσιο Παΐσιο στο Άγιον Όρος «ώστε να επαυξήσει τον θησαυρό και να δώσει αφθόνως σε όλους που ζητούν από αυτόν ωφέλεια από την πνευματική διδασκαλία». Αναζητούσε εκεί «κάποιον πεπειραμένο πνευματικό πατέρα, που θα ζούσε στην ησυχία, για να παραδοθεί στην υπακοή του με το σώμα και την ψυχή, και για να μάθει από αυτόν τον τρόπο της πνευματικής ζωής». Έφθασε στην Μεγίστη Λαύρα, εόρτασε με τους Πατέρες την πανήγυρη του οσίου Αθανασίου και από εκεί πήγε στην Σκήτη της Μονής Παντοκράτορος. Εγκαταστάθηκε σε μια καλύβη και αναζητούσε τον κατάλληλο πνευματικό οδηγό. Ζούσε με μεγάλη άσκηση, μετάνοιες, εγκράτεια, απόλυτη ακτημοσύνη, πτωχεία, σκληραγωγία, ακόμη και στο κρεβάτι, αδιάλειπτη προσευχή, αγάπη στον Θεό και τον πλησίον, μνήμη θανάτου, ψαλμωδία, ανάγνωση των Αγίων Γραφών, αλλά και συνεχή δάκρυα, γιατί δεν βρήκε ησυχαστή Πνευματικό Πατέρα για να του κάνη υπακοή. Την εποχή αυτή έλαβε το μέγα αγγελικό σχήμα περί το έτος 1750. Ήταν τότε σε ηλικία 28 ετών και μετονομάσθηκε από Πλάτων σε Παΐσιο. Και αφού δεν είχε κατάλληλο πνευματικό οδηγό, ακολουθούσε την διδασκαλία των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας που διάβαζε στα συγγράμματά τους. Έτσι, ο ζήλος του για την μοναχική ζωή, που αναπτύχθηκε από την μικρή του ηλικία, ικανοποιήθηκε με την δωρεά του μεγάλου μοναχικού σχήματος, και την αγάπη του για την ιερά ησυχία και την μοναχική ζωή. Ο όσιος Παΐσιος, με την φώτιση του Θεού, κατάλαβε την μεγάλη αξία της Αγίας Γραφής και των συγγραμμάτων των αγίων Πατέρων τα οποία μελετούσε από μικρό παιδί και διαβάζοντας αυτά τα κείμενα αυξανόταν ο ζήλος του για να αποκτήση την κοινωνία του με τον Θεό. Ήδη ως δόκιμος μοναχός στην Μονή του Λιούμπετς κάποιος μοναχός του έδωσε να διαβάση το βιβλίο Κλίμαξ του Ιωάννου του Σιναΐτου, πράγμα που τον γέμισε μεγάλη χαρά. Για να μπορέση να το έχη πάντα μαζί του το αντέγραφε όλη την νύκτα, χρησιμοποιώντας έναν δαυλό, που γέμιζε το κελλί του με καπνό. Ο ίδιος ο όσιος Παΐσιος διηγείται ότι απέκτησε αυτήν την αγάπη στα Πατερικά βιβλία, γιατί λόγω ελλείψεως κατάλληλου πνευματικού οδηγού ήθελε και για τον εαυτό του, αλλά και για τους μοναχούς που με την πάροδο του χρόνου ανελάμβανε, να μην αποκλίνει «από το ορθό φρόνημα της Αγίας Καθολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας». Έτσι, άρχισε να αποκτά διάφορα Πατερικά βιβλία στην «σλαβική» γλώσσα, «τα οποία διδάσκουν περί υπακοής και προσοχής, νήψεως και προσευχής», περιορίζοντας την τροφή και υπομένοντας την φτώχια. Διαβάζοντας τα ήδη μεταφρασμένα βιβλία στην σλαβονική γλώσσα διαπίστωσε ότι υπήρχαν σοβαρά λάθη και γι’ αυτό δεν μπορούσε να βγάλει καθαρό νόημα. Στην αρχή προσπάθησε να τα διορθώσει, χρησιμοποιώντας άλλα σλαβικά μεταφρασμένα βιβλία, αλλά και αυτό το έργο το βρήκε πολύ δύσκολο και ακατόρθωτο. Όταν, όμως, ύστερα από την «πολυετή παραμονή» του στον Άγιον Όρος «έμαθε σε κάποιο βαθμό την ελληνική γλώσσα», αναζητούσε να βρει τα βιβλία γραμμένα στο πρωτότυπο, ώστε από αυτά να διορθώσει τα σλαβονικά βιβλία. Διαπίστωσε ότι και αυτό το έργο ήταν δύσκολο και αδύνατο. Επισκεπτόταν τις Σκήτες του Αγίου Όρους, όπως της Αγίας Άννας, του Αγίου Δημητρίου της Μονής Βατοπεδίου, τις Σκήτες και τα Μοναστήρια του Αγίου Όρους, αλλά και τους πεπειραμένους Γέροντες για να βρει βιβλία που αναφέρονται στην ησυχαστική και νηπτική ζωή, όπως του αγίου Φιλοθέου του Σιναΐτου, του Ησυχίου του Πρεσβυτέρου, αλλά κανείς δεν γνώριζε την ύπαρξή τους. Αυτό τον στενοχωρούσε υπερβολικά. Αφηγείται την μεγάλη χαρά που δοκίμασε, όταν σε μια οδοιπορία του από την Μονή της Μεγίστης Λαύρας προς την Σκήτη της Αγίας Άννης, πέρασε από την Σκήτη του Αγίου Βασιλείου και συνάντησε έναν μοναχό που αντέγραφε τα βιβλία του οσίου Πέτρου του Δαμασκηνού, του Αντωνίου του Μεγάλου, του αγίου Γρηγορίου του Σιναΐτου, του αγίου Φιλοθέου, του αγίου Ησυχίου, του αγίου Διαδόχου, του αγίου Θαλασσίου, του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, του αγίου Νικηφόρου του Μοναχού, το βιβλίο του αγίου Ησαΐα κλπ. Ύστερα από πολλές παρακλήσεις και έξοδα απέκτησε πολλά τέτοια νηπτικά κείμενα, και επανήλθε στην Μολδαβία στην μεγάλη Αδελφότητα, που εν τω μεταξύ είχε δημιουργηθεί, οπότε και επιδόθηκε στην μετάφραση των αυτών κειμένων. Στην αρχή προσπάθησε να διορθώσει τα ήδη μεταφρασμένα κείμενα στην σλαβονική γλώσσα, χρησιμοποιώντας τα πρωτότυπα ελληνικά κείμενα. Επειδή και το έργο αυτό ήταν δύσκολο, διότι δεν είχαν μεταφρασθεί καλά, άρχισε να τα μεταφράζει από την αρχή. Ο όσιος Παΐσιος μετέφραζε τα κείμενα από την ελληνική στήν Ρωσοσλαβονική γλώσσα, αυτή πού είχε επικρατήσει τόν 17ο αιώνα στά βιβλία πού είχαν εκδοθεί στήν Ρωσία. Έκανε τις μεταφράσεις των νηπτικών αυτών βιβλίων, αυτών πού είναι εντεταγμένα μέσα στο βιβλίο Φιλοκαλία των ιερών νηπτικών με πολύ ζήλο, γιατί αφ’ ενός μεν σε αυτά βρήκε την σοφία των Πατέρων και τον τρόπο με τον οποίο κανείς μπορεί να φθάσει στην ένωση με τον Θεό, αφ’ ετέρου δε για να τα δώση στους υποτακτικούς του προκειμένου να γίνουν τροφή σε αυτούς πού θέλουν να μυηθούν στην διδασκαλία των αγίων Πατέρων. Έτσι, ο όσιος Παΐσιος συνετέλεσε όσον λίγοι στην ανανέωση του μοναχισμού στην Ουκρανία, την Μολδαβία, την Βλαχία, την Ρωσία και σε άλλες χώρες. Ήταν στην κυριολεξία πνευματικός καθοδηγός εκατοντάδων και χιλιάδων μοναχών. Στό Άγιο Όρος έζησε δέκα οκτώ χρόνια από το 1746 εώς το 1763. Στην αρχή παρέμενε σ’ ένα μικρό καλύβι κοντά στην Ιερά Μονή Παντοκράτορος. Σιγά-σιγά άρχιζαν να έρχονται κοντά του διάφοροι μοναχοί, οπότε αναγκάσθηκαν να αγοράσουν καί άλλη καλύβα πιο ψηλά από τήν δική τους και στην συνέχεια αγόρασαν τό κελλί τού Αγίου Κωνσταντίνου. Η συνοδεία αποτελείτο από ρουμανόφωνους και σλαβόφωνους αδελφούς. Τον καιρό εκείνο για χάρη της αδελφότητας πιέσθηκε και από σεβάσμιους Πνευματικούς Πατέρες να δεχθή την ιερωσύνη για να εξυπηρετήσει την αδελφότητα. Όταν είχαν μαζευθεί εκεί, κάτω από την πνευματική του καθοδήγηση, είκοσι μοναχοί, μετακόμισαν στην Σκήτη τού Προφήτη Ηλία. Οι ακολουθίες γίνονταν σε δύο γλώσσες, τήν Σλαβονική καί τήν Ρουμανική, ως εργόχειρο είχαν το να κατασκευάζουν κουτάλια, τα οποία πωλούσαν, ώστε και αυτοί να έχουν τα απαραίτητα, αλλά και να φιλοξενούν αδελφούς. Η φήμη του είχε εξαπλωθή σέ όλο τό Άγιο Όρο και πολλοί έρχονταν για να εξομολογηθούν, ακόμη και ο Πατριάρχης Σεραφείμ, πού τότε διέμενε στην Μονή Παντοκράτορος. Για ένα μικρό διάστημα με μερικούς μοναχούς μετέβη στην Ιερά Μονή Σίμωνος Πέτρας, αλλά επειδή το Μοναστήρι ήταν χρεωμένο γι’ αυτό δεν μπορούσε νά μείνει περισσότερο εκεί. Πάντως, με τον τρόπο της ζωής του «φώτισε ολόκληρο το Άγιο Όρος» και «όλοι οι Αγιορείτες εθαύμασαν τή λάμψη αυτού τού φωτός». Όταν, όμως, «έγινε πολυάριθμη η αδελφότητα στην σκήτη του Προφήτη Ηλία και δεν χωρούσε πιά, τότε έφυγε και πήγε στή Μολδαβία. Τον ακολούθησαν εξήντα έξι μοναχοί. Ο όσιος Παΐσιος με τους μοναχούς του εγκαταστάθηκε στην Μονή Ντραγκομίρνα και υποβλήθηκαν σε πολλούς κόπους για να την ανασυγκροτήσουν και στην οποία έβαλε την αγιορείτικη τάξη. Είχε ρυθμίσει το τυπικό του Κοινοβίου βάσει των τυπικών και των συγγραφών τού Μ. Βασιλείου. Στήν Ιερά Μονή Ντραγκομίρνα παρέμειναν δώδεκα χρόνια (1763-1775), όπου και λόγω του Ρωσοτουρκικού πολέμου, εξυπηρέτησαν μεγάλο πλήθος ανθρώπων πού συγκεντρώθηκαν στό Μοναστήρι. Στο τυπικό της Μονής πού εκπόνησε ο όσιος Παΐσιος τό 1763 «προέβλεπε ότι ο ηγούμενος τής μονής έπρεπε νά γνωρίζει τρείς γλώσσες, τήν ελληνική, τή σλαβική καί τή ρουμανική». Όμως, όταν εγκαταστάθηκαν στό Μοναστήρι οι Γερμανοί (οι Αυστριακοί) και ο όσιος κατάλαβε ότι δεν μπορούσε «νά ζήσει κάτω από τούς παπικούς» μετακινήθηκαν με μεγάλη θλίψη και πόνο σε άλλη Μονή σταδιακά, δηλαδή στην Μονή τού Σέκου. Έτσι, από τήν Ντραγκομίρνα μετακινήθηκαν το 1775 στήν Μονή του Σέκου, όπου κουράσθηκαν υπερβολικά για να κατασκευάσουν κελλιά ώστε νά εγκατασταθή όλη η αδελφότητα. 

Το μέρος ήταν ήσυχο και ερημικό. Η κατάσταση της αδελφότητας, μετά από πολλούς αγώνες τριών ετών, έφθασε στο επίπεδο της προηγούμενης Μονής και αυτό χαροποιούσε τον όσιο Παΐσιο . Αλλά ο Πρίγκιπας Κωνσταντίνος Μουρούζης προέτρεψε και πίεσε τον όσιο Παΐσιο να εγκατασταθή στην Μονή Νεάμτς. Ο όσιος δέν επιθυμούσε μια τέτοια μετακίνηση ύστερα από τόσες ταλαιπωρίες, αλλά τελικά υπέκυψε από υπακοή στήν επιθυμία τού Πρίγκιπα. Το έτος 1779 ένα τμήμα της αδελφότητος μετακινήθηκε στην Ιερά Μονή Νεάμτς. Νέοι αγώνες τον περίμεναν εκεί για την ανασυγκρότηση της Ιεράς Μονής, πράγμα πού δυσκόλευσε και στενοχώρησε τον όσιο Παΐσιο. Στήν Μονή αυτή ο όσιος Παΐσιος κατασκεύασε Νοσοκομείο και Ξενώνα για τους γέροντες, τους χωλούς και τυφλούς πού έρχονταν και τον παρακαλούσαν νά τούς δεχθή και να τους ελεήση. Εδώ ο αριθμός των μοναχών, μαζί με αυτούς που ήταν στις Σκήτες, έφθασε στους τριακόσιους. Πάντως, προς το τέλος της ζωής του οσίου Παϊσίου στην Μονή Νεάμτς είχαν συγκεντρωθή κοντά του περίπου 700 μοναχοί. Ο όσιος Παΐσιος βρήκε τον δρόμο τού ησυχασμού και της νοεράς προσευχής, οπότε η καρδιά του γέμισε από την Χάρη τού Θεού, και στην συνέχεια ξεχύλισε αυτή η ζωή στήν διδασκαλία προς τούς μοναχούς πού έτρεχαν από παντού γιά νά ακούσουν τήν θεία σοφία πού έβγαινε από το στόμα του, κυρίως, όμως από την καρδιά του.

 Η βίωση τού ησυχαστικού μοναχισμού.
Η ανάγνωση και η μετάφραση των ησυχαστικών βιβλίων ανταποκρινόταν στην αναζήτηση τού οσίου Παϊσίου από την μικρή του ηλικία, αλλά συγχρόνως, άναβε ακόμη περισσότερο τον πόθο του για την ησυχαστική ζωή. Ο όσιος Παΐσιος αγάπησε τήν νοερά ησυχία καί τήν νηπτική παράδοση τής Εκκλησίας καί επιδόθηκε μέ ζήλο στήν απόκτηση αυτής τής μεθόδου, διά τής οποίας ο άνθρωπος αποκτά τήν ενότητά του μέ τόν Θεό. Τά φυσικά χαρίσματα πού είχε, αλλά καί οι καρποί της ησυχίας και της προσευχής ήταν ευδιάκριτα. «Τήν οξύνοια καί τή μνήμη του, πού τή στερέωσε η Χάρη, κανείς δεν μπορεί να την περιγράψει. Ήταν ταχύς στην κατανόηση των υψηλοτέρων δογματικών θεμάτων. Ο Μητροφάνης, πού έζησε τόν όσιο Παΐσιο από κοντά, περιγράφει καί τήν όλη παρουσία του, αφού καί αυτό τό σώμα του είχε μεταμορφωθή από τήν Χάρη τού Θεού πού κατοικούσε μέσα του. Ο βιογράφος του περιγράφει καί μερικά θαυμαστά γεγονότα πού έζησε βλέποντας τόν όσιο Παΐσιο. Ο όσιος Παΐσιος είχε «καί τό χάρισμα τής προοράσεως καί ό,τι προέβλεψε συνέβη», αλλά καί, ενώ βρισκόταν στό κελλί του, γνώριζε τίς διαθέσεις όλων τών αδελφών τής Μονής. Δέν τού έλειπαν δέ και τα θαύματα. Μιά τέτοια προσωπικότητα πού διέθετε πολλά πνευματικά χαρίσματα, την ησυχία και την νοερά προσευχή, αλλά και διδασκαλία, συγκέντρωνε πολλούς μοναχούς κοντά του και με αυτόν τον τρόπο ανακαίνισε τον μοναχισμό της εποχής του, μεταφέροντας σε αυτόν την νηπτική παράδοση των Πατέρων της Εκκλησίας.

Οι περισσότεροι μοναχοί στην εποχή του, εκτός από τις φωτεινές εξαιρέσεις πού και ο ίδιος γνώρισε στα σπήλαια τής Λαύρας τού Κιέβου και αλλού, είχαν αλλοιωθή τόσο, ώστε διατηρούσαν μόνον τήν εξωτερική μορφή τού μοναχισμού.

 Τό οσιακό τέλος του.
Τό τέλος ενός τέτοιου αγίου ήταν αντάξιο της ζωής του. Σε όλη του την ζωή ζούσε με ησυχία και νοερά προσευχή, και έτσι έπρεπε να τελειώση τον βίο του και να περάση στην αιωνιότητα. Κατά την μαρτυρία τού βιογράφου του Μητροφάνη «πολλές ημέρες νωρίτερα έλαβε ειδοποίηση από τον Κύριο περί τού θανάτου του, διότι σταμάτησε πιά τή μετάφραση των πατερικών έργων». Τον επισκέφθηκε στό κελλί του και τόν είδε «εξαιρετικά χαρούμενο». Τού έθεσε «τέσσερα δύσκολα θεολογικά ερωτήματα» καί εκείνος τού έδωσε καλές εξηγήσεις. Όταν αποχώρησε από τό κελλί του, τότε ο αδελφός που τον υπηρετούσε «κλείδωσε τήν πόρτα και δεν επέτρεψε σέ κανέναν νά μπεί μέσα. Τήν επομένη ημέρα αρρώστησε. Τότε δέν επέτρεψε σε κανέναν να κτυπήσει την πόρτα, για να μήν επιδεινωθεί η κατάστασή του». Υπέφερε τρείς ημέρες και την Κυριακή πού αισθάνθηκε καλύτερα πήγε στην θεία Λειτουργία. Πολύ δύσκολα επέστρεψε στο κελλί του.  «Όταν έφθανε τό τέλος κοινώνησε τών αχράντων μυστηρίων, καί αφού κάλεσε δύο πνευματικούς, διά τών οποίων μετέφερε σ’ όλους τούς αδελφούς ευλογία καί ειρήνη, αποδήμησε σάν νά κοιμήθηκε καί παρέδωσε τήν ψυχή του στά χέρια τού Θεού, αφήνοντας τήν αδελφότητα, σύμφωνα μέ τήν κρίση τής κοινής σύναξης, νά εκλέξει Γέροντα καί ποιμένα». 

Όταν έγινε γνωστή η εκδημία τού οσίου Παϊσίου μαζεύθηκε πλήθος μοναχών και ιερέων και απλών ανθρώπων, και έγινε κοινός θρήνος όλων. Εκοιμήθη την 15η Νοεμβρίου τού έτους 1794. Οσιακή ζωή, οσιακή καί η κοίμηση. Ζωή ησυχαστική, κοίμηση και εκδημία προς τον Κύριο ησυχαστική.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου