Ψάχνοντας στο διαδίκτυο και σε κάποια λίγα βιβλία για την ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΜΕΓΙΣΤΗΣ ΛΑΥΡΑΣ και τον ιδρυτή της, ανακαλύψαμε ότι μαζί με την ίδρυση της μονής ο Όσιος Αθανάσιος ξεκίνησε και τον αγιορείτικο μοναχισμό με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του. Έτσι αρχίσαμε να ψάχνουμε την βιογραφία του συγκεκριμένου οσίου και πραγματικά μείναμε έκπληκτη με τον βίο και την ταπεινή ζωή του. Νομίζουμε θα ήταν παράλειψη να μην αναρτούσαμε όσα βρήκαμε για την βιογραφία αυτού του Όσιου τα οποία σε πολλούς από εσάς μπορεί να είναι γνωστά αλλά τουλάχιστον σε εμάς παρόλο που έχουμε περάσει δεκάδες φορές από το ΑΓΙΑΣΜΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ, παρόλο που επισκεφθήκαμε πολλές φορές την μονή που ίδρυσε πραγματικά ήταν τελείως άγνωστα.
Άγιος Αθανάσιος Αθωνίτης
Ο Άγιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης θεωρείται
ο θεμελιωτής του μοναχισμού στο Άγιο Όρος.Γεννήθηκε γύρω στο 930 μ.Χ.
στην Τραπεζούντα. Οι γονείς του ήταν πλούσιοι και ο πατέρας του κατάγονταν
από την Αντιόχεια της Συρίας ενώ η μητέρα του από την Κολχίδα του Πόντου.
Δυστυχώς και οι δύο του γονείς πέθαναν πολύ νωρίς, ο πατέρας του πριν γεννηθεί,
ενώ η μητέρα του λίγο καιρό μετά την γέννηση του, αφού προηγουμένως του έδωσε
το όνομα Αβραάμιος. Το ορφανό
μωρό μεγάλωσε μια μοναχή, φίλη της μητέρας του, η οποία όμως και αυτή πέθανε
όταν ο Αβράμιος έγινε επτά ετών. Ως παιδί ξεχώριζε για τη θέλησή του για
μόρφωση, αλλά και για την αφιέρωσή του στον Θεό. Κοντά σε αυτή ο Άγιος
γνώρισε και αγάπησε το Χριστιανισμό και το μοναχισμό.Έμαθε τα πρώτα γράμματα στην
Τραπεζούντα και κατόπιν συνέχισε στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί έμεινε στο σπίτι
μιας ξαδέλφης του, η οποία ήταν παντρεμένη με έναν αξιωματικό που ονομαζόταν
Ζεφινεζέρ. Στην Κωνσταντινούπολη φοίτησε στη σχολή του Αθανάσιου, ο οποίος
θεωρούνταν σοφός δάσκαλος. Σε σύντομο
χρονικό διάστημα ο Αβραάμιος έγινε κάτοχος και δάσκαλος «πάσης φιλοσοφίας και
ρητορικής», με τη φήμη του να φτάνει μέχρι και τα βασιλικά ανάκτορα. Στη
σχολή αυτή δίδαξε κατόπιν και ο ίδιος και απέκτησε μεγάλη φήμη. Πιο
συγκεκριμένα Η όλη του πορεία, το ήθος του, η πραότητα, ο πλούτος της γνώσεως,
το δε έντιμον και χρηστόν του χαρακτήρος του τον έκαναν αγαπητό σε όλους.
Εξαιτίας των χαρισμάτων του, οι μαθητές και διδάσκαλοι της Σχολής, «κοινή
ψήφω», ζήτησαν από τον αυτοκράτορα να εκλεγεί διδάσκαλος αυτής. Έτσι, με
αυτοκρατορική υπόδειξη, τιμάται με το αξίωμα του διδασκάλου. Ο Αβραάμιος
σύντομα απέδειξε τις ικανότητές του. Απέκτησε πολλούς μαθητές και συγχρόνως τη
φήμη του σοφού διδασκάλου. Γι’ αυτό, χρόνο με τον χρόνο, ο αριθμός των μαθητών
μεγάλωνε, ενώ η ζωή του είχε ταυτιστεί με τις αρχές του Χριστιανισμού. Βέβαια
βασική επιθυμία του ήταν να αφιερωθεί ολοκληρωτικά στον Θεό, μέσα από τον
μοναχισμό.
Ο ΟΣΙΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ο ΑΘΩΝΙΤΗΣ ΑΠΌ ΕΙΚΟΝΑ ΣΤΗΝ Ι.Μ.ΑΓ.ΠΑΥΛΟΥ ΣΤΟ ΑΓ.ΟΡΟΣ |
Ο σύζυγος της ξαδέλφης Ζεφινεζέρ του που ήταν αξιωματικός στο βυζαντινό πολεμικό ναυτικό ανέλαβε τη ναυτική διοίκηση στο Αιγαίο, παίρνοντας μαζί του και τον Αβραάμιο. Όταν ο στόλος κατέπλευσε στη Λήμνο, ο Αβραάμιος είδε από μακριά το Άγιο Όρος, γεγονός που επηρέασε στη συνέχεια τις επιλογές του. Όταν επέστρεψε στην Πόλη γνώρισε τον Όσιο Μιχαήλ τον Μαλεΐνο, ο οποίος ήταν ηγούμενος στη Μονή Κυμινά στη Βιθυνία της Μικράς Ασίας. Στον Μιχαήλ για πρώτη φορά επίσημα εξομολογήθηκε την επιθυμία να ασπαστεί τον μοναχικό βίο. Μέσω αυτού, γνώρισε και τον ανηψιό του, Νικηφόρο Φωκά, ο οποίος μετά από μερικά χρόνια έγινε Αυτοκράτορας του Βυζαντίου. Ο Αβράμιος ακολούθησε τον Όσιο Μιχαήλ στη Μονή Κυμινά, όπου έγινε μοναχός και πήρε το όνομα Αθανάσιος. Μετά από τέσσερα χρόνια αποσύρθηκε στην έρημο, όπου ασκήτεψε, μέχρι τη στιγμή που ο Όσιος Μιχαήλ, δηλαδή ο γέροντάς του τον όρισε πνευματικό πατέρα του Νικηφόρου Φωκά. Αυτό μεγάλωσε τη φήμη του, πράγμα το οποίο ο ίδιος δεν το ήθελε καθόλου. Έτσι έφυγε κρυφά και πήγε στο μοναστήρι του Ζυγού στον Άθω, όπου παρουσιάστηκε με το όνομα Βαρνάβας, επιζητώντας την αφάνεια. Από την πρώτη στιγμή της άφιξής του στην αθωνική χερσόνησο περιόδευσε σε πολλά σκηνώματα της χερσονήσου και γνώρισε πολλούς και ενάρετους μοναχούς και ασκητές. Εντυπωσιάστηκε από τη σκληρή ασκητική ζωή, τον λιτό βίο και τις πολλές στερήσεις. Επιθυμία του ήταν να γνωρίσει τους μοναχούς του Όρους και να ακολουθήσει ένα υψηλότερο στάδιο μοναχικού βίου, αυτό του ερημίτη. Όπως ο ίδιος αναφέρει στο Τυπικό του, την περίοδο αυτή οι Αρχές του Άθω δεν επέτρεπαν σε κανέναν μοναχό να ζήσει ως ερημίτης, εάν δεν είχε παραμείνει στο Όρος δύο ή τρία χρόνια. Με τον τρόπο, αυτό υπήρχε ένας έλεγχος για όσους ήθελαν να γίνουν ερημίτες. Αναμφισβήτητα ο πραγματικός διοργανωτής των μοναστικών κοινοβίων στον Άθω υπήρξε ο Όσιος Αθανάσιος. Με μελανά χρώματα περιγράφεται στον βίο του ή κατάσταση των ασκητών στο Άγιο Όρος, όταν έφθασε εκεί ο όσιος. Δεν ασχολούνταν οι μοναχοί με την καλλιέργεια της γης, ούτε είχαν αχθοφόρα ζώα αλλά «καλύβας εκ μικρών πηξάμενοι ξύλων και οροφήν αυταίς εκ χόρτων συμφορηθείσαν επισχεδιάσαντες…». Μοναδική τροφή των ασκητών ήταν οι άγριοι καρποί των δέντρων. Ο Αθανάσιος όμως πίστευε ότι μέσα στους διαρκείς κινδύνους από τους Σαρακηνούς πειρατές του Χάνδακα και την ανασφάλεια, που αισθάνονταν oι αναχωρητές στους υποτυπώδεις οικισμούς τους μέσα σε ψαθοκαλύβες, δεν ήταν δυνατό να μεθοδευτεί η σκληρή συστηματική άσκηση των κοινοβίων της Ανατολής, την οποία είχε ο ίδιος διδαχθεί από τον πνευματικό του πατέρα Μιχαήλ Μαλέινο στο όρος του Κυμινά της Βιθυνίας. Ο Αθανάσιος, όπως έλεγαν αργότερα όσοι τον γνώρισαν, θεωρούσε καθήκον του να μην αποκαλύψει τον εαυτό του και να υποταχθεί σε κάποιο αναχωρητή. Κρύβοντας τις γνώσεις του αλλά και τις πνευματικές του ικανότητες από σεβασμό στον γέροντά του, που ήταν σχεδόν αμόρφωτος, είχε τη δυνατότητα να μαθαίνει τον κόσμο του μοναχισμού και της υποταγής και παράλληλα να διδάσκεται τον τρόπο με τον οποίο θα πρέπει να εκδηλώνει «πρακτικά» την αφοσίωσή του στο θείο. Ενώ, λοιπόν, ο Αθανάσιος δοκιμαζόταν στον Άθω ως υποψήφιος ασκητής, ο Νικηφόρος Φωκάς, τον αναζητούσε σε διάφορα μοναστικά κέντρα της Μ. Ασίας, χωρίς αποτέλεσμα. Θυμήθηκε, όπως αναφέρεται στη βιογραφία του, ότι ο Αθανάσιος του είχε μιλήσει για πιθανή αναχώρηση και των δύο στο Άγιο Όρος. Έτσι, έγραψε στον κριτή-έπαρχο της Θεσσαλονίκης και του ζήτησε να μεταβεί στον Άθω προς αναζήτηση του Αθανασίου, περιγράφοντας τα προσωπικά χαρακτηριστικά του. Ο κριτής μετέβη στο Όρος, συναντήθηκε με τον Πρώτο του Όρους, Στέφανο, και του μετέφερε το αίτημα. Ο Στέφανος άρχισε και τον αναζητά, ενώ πλησίαζαν τα Χριστούγεννα – η σύναξη των γερόντων του Όρους γινόταν τρεις φορές τον χρόνο: τα Χριστούγεννα, το Πάσχα και στις 15 Αυγούστου, εορτή της κοιμήσεως της Παναγίας. Στις συνάξεις, υπό την προεδρία του Πρώτου, συμμετείχαν οι πατέρες οι οποίοι ασκούνταν στην περιοχή της Λαύρας των Καρυών. Κατά τα Χριστούγεννα, λοιπόν, του έτους εκείνου, έγινε τελικά η αναγνώριση του Αθανασίου. Όλοι οι Αθωνίτες ήξεραν πλέον ότι ο Βαρνάβας ήταν ένας μορφωμένος μοναχός, αλλά δεν γνώριζαν ποιος ήταν στην πραγματικότητα, γιατί ζήτησε από τον Πρώτο να κρατήσει το μυστικό του, διαφορετικά θα έφευγε από τον Άθω. Ο Πρώτος τού παραχώρησε ένα αναχωρητικό κελί κοντά στις Καρυές. Ο Αθανάσιος εγκαταστάθηκε με έναν μαθητή ονόματι Λουκίτζη και ασκούσε το επάγγελμα του καλλιγράφου. Εκεί παρέμεινε μέχρι το 959.
Όσιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης από εικόνα στην Mονή Σίμωνος Πέτρας, Άγιον Όρος |
Περί το έτος 960 ήρθε στο Όρος ο αδελφός του Νικηφόρου και δομέστικος των Σχολών της Δύσεως Λέων Φωκάς, μετά τη νίκη του κατά των Σκυθών, για να ευχαριστήσει από ευγνωμοσύνη τον Θεό. Τότε ήταν που συνάντησε τον Αθανάσιο, με αποτέλεσμα όλοι να μάθουν ποιος ήταν πραγματικά ο Βαρνάβας και ποιες οι σχέσεις του με την οικογένεια Φωκά. Το ασκητικό περιβάλλον, η όλη προσωπικότητα και η σχέση του με την ένδοξη οικογένεια της αυτοκρατορίας προκάλεσαν αίσθηση στους Αθωνίτες και πολλοί έσπευσαν να τον πλησιάσουν και να μείνουν μαζί του. Ο Αθανάσιος, θέλοντας να αποφύγει την προσέλευση και σύγχυση, έθεσε σε εφαρμογή το σχέδιο που είχε όταν αφίχθη στο Όρος: να αποσυρθεί στα ενδότερα του Όρους, στην ησυχία. Έτσι, με την ευλογία του Πρώτου και της Συνάξεως, αφού έμεινε δύο χρόνια στις Καρυές, έλαβε έναν τόπο εξαιρετικά απρόσιτο και ερημικό, που λεγόταν Μελανά, στη θέση όπου έκτισε τη Λαύρα. Εκεί έστησε την ασκητική του καλύβη, σαν «άλλο αρετής εργαστήριον», και επιδόθηκε σε νέους πνευματικούς αγώνες αφοσιωμένος στις «κατά Θεόν μελέτες και θείες θεωρίες».Την περίοδο εκείνη ο Νικηφόρος Φωκάς διηύθυνε την εκστρατεία του Βυζαντινού στρατού, περί το 960, για την απελευθέρωση της Κρήτης από τους Άραβες. Οι συγκρούσεις ήταν σκληρές και αμφίρροπες. Η βυζαντινή στρατιά υπέφερε από το κρύο και την έλλειψη τροφών, σε αντίθεση με τον στρατό των Αράβων. Επιθυμώντας να αναπτερώσει το ηθικό των στρατιωτών, ο Φωκάς υπενθύμιζε ότι σκοπός της εκστρατείας ήταν η απελευθέρωση εδαφών και πληθυσμού χριστιανικού. Άλλωστε, οι Άραβες ή Σαρακηνοί, έχοντες ως ορμητήριο την Κρήτη, έκαναν επιδρομές σε όλο το Αιγαίο, ακόμα και το Άγιο Όρος, από το οποίο, πέραν των λαφύρων, είχαν αιχμαλωτίσει και μοναχούς. Στην προσπάθειά του να ενισχύσει το ηθικό του στρατού, αποφάσισε να αποστείλει γράμματα σε μοναστήρια της Μ. Ασίας και στο Άγιον Όρος, ζητώντας να στείλουν μερικούς μοναχούς κοντά στο στρατό. Μεταξύ των μοναχών, έγραψε και στον Αθανάσιο και στον Πρώτο του Όρους. Οι Αθωνίτες απάντησαν θετικά. Με την ευλογία του Πρώτου και των γερόντων του Όρους, αποφάσισε να μεταβεί στην Κρήτη ο Αθανάσιος συνοδευόμενος από ένα μοναχό, το Θεόδοτο. Η συνάντηση των δύο αντρών ήταν συγκινητική. Ο Αθανάσιος έγινε δεκτός με μεγάλες τιμές από τον πνευματικό του φίλο Νικηφόρο Φωκά. Η αποστολή και παραμονή του στην Κρήτη στέφθηκε με πλήρη επιτυχία. Πέτυχε να βοηθήσει στην εκδίωξη των Αράβων από την Κρήτη, την απελευθέρωση όσων Αθωνιτών είχαν συλληφθεί και διασωθεί και την επανασύνδεση του φιλικού του δεσμού με τον στρατηγό Νικηφόρο Φωκά. Εκεί καταστρώθηκε η ιδέα της ιδρύσεως ενός μοναστηριού στον Άθω, υπό την ηγουμενία του Αθανασίου, στο οποίο θα μόναζε και ο Φωκάς. Για τον σκοπό αυτό ο Φωκάς πρότεινε στον Αθανάσιο να του διαθέσει τα χρήματα που θα απαιτούνταν για την ανέγερση της μονής. Αφού οι δύο άνδρες έμειναν σύμφωνοι, ο μεν Αθανάσιος αναχώρησε για τον Άθωνα, ο δε Φωκάς επέστρεψε στη Βασιλεύουσα. Επιστρέφοντας ο Αθανάσιος στο Όρος, είχε αποφασίσει να αρχίσει την ίδρυση της Λαύρας. Στο μεταξύ ο Νικηφόρος Φωκάς απέστειλε στον Άθω τον έμπιστό του μοναχό Μεθόδιο, με επιστολή και τα αναγκαία χρήματα για την έναρξη των εργασιών. Ο Μεθόδιος παρέμεινε στο κελί του Αθανασίου έξι μήνες και δεν αναχώρησε παρά αφού έπεισε τον Αθανάσιο να αρχίσει την κατασκευή της Λαύρας και αφού είχαν αρχίσει οι οικοδομικές εργασίες.Έτσι ο Αθανάσιος ξεκίνησε να χτίζει το 963 τη Μονή Μεγίστης Λαύρας στην άκρη του Άθω.
η ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΜΕΓΙΣΤΗΣ ΛΑΥΡΑΣ |
Το έτος αυτό θεωρείται και το έτος έναρξης του μοναστηριακού κοινοβιακού βίου στο λεγόμενο πλέον «Άγιο Όρος». Πράγματι, ο Αθανάσιος άρχισε με την ανέγερση του ησυχαστηρίου, όπου θα μόναζε ο Νικηφόρος, και του ναού επ' ονόματι του Τιμίου Προδρόμου. Στη συνέχεια προχώρησε στην ανέγερση του καθολικού και άλλων κτισμάτων.
το καθολικό της ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΜΕΓΙΣΤΗΣ ΛΑΥΡΑΣ |
Ο Αθανάσιος έφυγε από το Όρος και αποβιβάστηκε στην Άβυδο της Μικράς Ασίας. Φθάνοντας εκεί, έστειλε πίσω στον Άθωνα το πλοίο της Λαύρας με τους περισσότερους εκ των συνοδών του. Έναν μοναχό απέστειλε στη Βασιλεύουσα με σκοπό να επιδώσει στον αυτοκράτορα επιστολή και ο ίδιος με τρεις εμπίστους μοναχούς επιβιβάστηκε σε πλοίο με προορισμό την Κύπρο. Με το γράμμα στον αυτοκράτορα τον πληροφορούσε ότι παραιτούνταν από την ηγουμενία, αλλά συγχρόνως του υποδείκνυε τον μοναχό Ευθύμιο, ώστε να αναλάβει το αξίωμα. Φθάνοντας στην Κύπρο, διέμεινε στη Μονή των Ιερέων και απέστειλε τον μοναχό Θεόδοτο στη Λαύρα, με εντολή να παρακολουθεί την εξέλιξη των υποθέσεων της Μονής. Μόλις η πορεία των πραγμάτων της Μονής πήρε αρνητική τροπή, ο Θεόδοτος επέστρεψε στην Κύπρο και ενημέρωσε τον Αθανάσιο για την κατάσταση. Ο αυτοκράτωρ, διαβάζοντας την επιστολή, κατέστησε τον μοναχό Ευθύμιο ηγούμενο της Λαύρας και πάραυτα απέστειλε γράμματα προς αναζήτηση του Αθανασίου, ο οποίος κρυβόταν στη Μονή των Ιερέων. Τα γράμματα έφθασαν και στον ηγούμενο της Μονής των Ιερέων, ο οποίος κάλεσε τον Αθανάσιο και τον συνοδό του μοναχό Αντώνιο προς εξακρίβωση. Ο Αθανάσιος απέφυγε να αποκαλύψει τον εαυτό του. Αναχώρησε με τον Αντώνιο και έφτασε στην πόλη Αττάλεια της Μ. Ασίας, όπου έφτασε επίσης ο μοναχός Θεόδοτος, ο οποίος πληροφόρησε τον Αθανάσιο για τη θλιβερή κατάσταση της Λαύρας. Έτσι, χωρίς χρονοτριβή, αποφάσισε να επιστρέψει στη μονή. Η επάνοδός του έδωσε χαρά και ικανοποίηση στους πατέρες, οι οποίοι δοκιμάσθηκαν αρκετά κατά το διάστημα της απουσίας του, κατά την οποία διακινδύνεψε και η ίδια η ύπαρξη της μονής.
Όσιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης από εικόνα στην Mονή Παντοκράτορος, Άγιον Όρος |
Αφού τακτοποίησε καλώς όλα τα πράγματα της Λαύρας, απεφάσισε να μεταβεί στη Βασιλεύουσα προς συνάντηση με τον αυτοκράτορα Νικηφόρο Φωκά. Η συνάντηση των δύο ανδρών υπήρξε συγκινητική και, ακόμη περισσότερο, σημαντική και χρήσιμη, καθώς όχι μόνο είχε ως αποτέλεσμα τη διάλυση των παρεξηγήσεων, αλλά και αποτέλεσε σταθμό για την ιστορία της Λαύρας, αλλά και για αυτή του Αγίου Όρους.
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΜΕΓΙΣΤΗΣ ΛΑΥΡΑΣ |
Πολλοί μοναχοί ήρθαν να
ζήσουν στη Μονή υπό την καθοδήγηση του Αγίου Αθανασίου, ο οποίος εφάρμοσε
καινοτομίες στο μοναστικό βίο του Αγίου Όρους. Οι μοναχοί άρχισαν να
καλλιεργούν την γη και να συνδυάζουν την προσευχή με την εργασία και τη
δημιουργία, ενώ ως τότε ζούσαν περισσότερο ασκητικό βίο. Έτσι την περίοδο, λόγω της φήμης του Αθανασίου και της
εντυπωσιακής εξελίξεως της Λαύρας, μοναχοί από πολλές περιοχές προσέρχονταν
να υποταχθούν. Μεταξύ αυτών έρχονταν από τη Ρώμη, την Καλαβρία, την ευρύτερη
Ιταλία, την Ιβηρία, την Αρμενία κ.α. Όλοι αυτοί έβρισκαν καταφύγιο στη Λαύρα,
η οποία την περίοδο εκείνη (964-972) ήταν το μόνο σημαντικό μοναστικό ίδρυμα,
εκτός του Πρωτάτου, στον Άθω.Αυτή η πρωτόγνωρη άνοδος της
Λαύρας προκάλεσε ορισμένες αντιδράσεις από πολλούς Αθωνίτες ασκητές, ερημίτες
και ηγουμένους μονυδρίων. Η βασική διαμαρτυρία ήταν ότι με τη μεγάλη οικονομική
δραστηριότητα, τις άφθονες χρηματικές δωρεές κ.λπ. αλλοιώνονταν η μοναχική
παράδοση του Όρους και ο χαρακτήρας του αγιορείτικου ασκητικού πνεύματος, όπως
τότε υπήρχε στον Άθω. Ο Νικηφόρος Φωκάς όπως γνωρίζουμε είχε εκδηλώσει την
επιθυμία να αφήσει το θρόνο και να ντυθεί το μοναχικό σχήμα στη Μονή του
Αθανασίου, όμως τον πρόλαβε η φρικτή δολοφονία του το 969 από τον ανηψιό του
Ιωάννη Τσιμισκή. Η δολοφονία του Νικηφόρου Φωκά δημιούργησε μια νέα εποχή και
έφερε μια καινούργια τροπή στα αγιορείτικα πράγματα. Όσοι αντιδρούσαν ή
διαφωνούσαν με τον Αθανάσιο θεώρησαν κατάλληλη την ευκαιρία να ανακόψουν την
πορεία του. Έτσι, έστειλαν αντιπροσωπία στον νέο αυτοκράτορα, στον οποίο
διετύπωσαν τις αιτιάσεις τους. Από τη μια μεριά ο ανοργάνωτος ασκητισμός, ο
αναχωρητισμός, με επικεφαλής τον περίφημο Παύλο τον Ξηροποταμηνό, και από την
άλλη οι προϋποθέσεις για ένα οργονωμένο και πειθαρχημένο κοινοβιακό σύστημα. Ο
νέος αυτοκράτωρ, Ιωάννης Τσιμισκής (969-976), προσκάλεσε τον Αθανάσιο στην
Κωνσταντινούπολη. Κατά τη συνάντηση, ο αυτοκράτωρ, παρ’ ότι εγνώριζε τον στενό
δεσμό του Αθανασίου με τον δολοφονηθέντα Νικηφόρο Φωκά (963-969), όχι μόνον
δεν έδειξε αντιπάθεια ή εχθρότητα προς αυτόν, όπως ανέμεναν οι αντιφρονούντες,
αλλά επέδειξε φιλική στάση και πραγματοποίησε όλα του τα αιτήματα. Η στάση
αυτή άμβλυνε τις αντιθέσεις και οδήγησε στη συμφιλίωση των δύο πλευρών. Αποτέλεσμα
των διαβουλεύσεων ήταν να αποσταλεί στον Άθω ο ηγούμενος της Μονής Στουδίου,
Ευθύμιος, προκειμένου να λυθεί οριστικά το αγιορείτικο ζήτημα. Με την ευκαιρία
εκείνης της συναντήσεως, ο Ιωάννης Τσιμισκής εξέδωσε χρυσόβουλο υπέρ της Λαύρας
και επικύρωσε όλες τις διατάξεις αυτού του προκατόχου του. Ο ηγούμενος Ευθύμιος
πήγε να συναντήσει τον Αθανάσιο. Μετά από πολλές διαβουλεύσεις μεταξύ των
Αγιορειτών, συνετάγη ένα κείμενο, το οποίο ενέκριναν όλοι οι ηγούμενοι και το
υπέγραψαν ο Πρώτος, 57 ηγούμενοι του Άθω και άλλοι πρόκριτοι αγιορείτες. Το
κείμενο αυτό, γνωστό ως Τυπικό του Τσιμισκή, φέρει επίσης την ονομασία
«Τράγος», γιατί είχε γραφεί «επί αιγείου (κατσικίσιου) δέρματος» (περγαμηνή). Ο
«Τράγος» από της καθιερώσεώς του φυλάσσεται στο Σκευοφυλάκιο του Πρωτάτου και
της Ιεράς Κοινότητος. Η περγαμηνή αυτή, έχει διαστάσεις 0,3165 / 0,485 και
είναι το παλαιότερο έγγραφο που σώζεται με αυτοκρατορική υπογραφή. Μετά την
κύρωση και εφαρμογή του, ο Αθανάσιος ασχολήθηκε απερίσπαστος με τη διοίκηση
της Λαύρας και τα πνευματικά του καθήκοντα. Ιδιαίτερα μερίμνησε για τη
διοικητική οργάνωση της μονής, την ορθή διαχείριση των οικονομικών, τη
λειτουργική ευταξία και διάφορα άλλα προσωπικά θέματα της καθημερινής ζωής και
γενικότερα. Έτσι έφτιαξε το τυπικό, έναν κανονισμό λειτουργίας των μονών. Ο
Αθανάσιος στηρίχθηκε στους κανόνες του Θεοδώρου του Στουδίτη και συνέταξε το
τυπικό της Λαύρας, πού υπήρξε κατόπιν το υπόδειγμα της διοργανώσεως και των
άλλων μονών («του οσίου και Θεοφόρου πατρός ημών και ομολογητού Θεοδώρου,
ηγουμένου του Στουδίου». Ο Άγιος Αθανάσιος συμπλήρωσε το «τυπικόν» με τη
«διατύπωσιν» και την «υποτύπωσιν», όπου καθορίζονται οι λειτουργίες, τα γεύματα
και κάθε λεπτομέρεια λειτουργίας του κοινοβίου. Το Τυπικό που συνέταξε ο
Αθανάσιος διακρίνεται σε τρία μέρη: Το Τυπικό, το οποίο αναφέρεται σε θέματα
διοικητικά, όπως η εκλογή ηγουμένου, τα καθήκοντα, οι εξουσίες, οι υποχρεώσεις,
η διαδοχή, τα καθήκοντα των προκρίτων αδελφών κ.ά. Η Διατύπωση, που αποτελεί
ένα σύντομο κείμενο, αναφερόμενο κυρίως στον τρόπο εκλογής του ηγουμένου, τον
διορισμό επιτρόπων κ.ά. Τέλος, η Υποτύπωση, ένα είδος λειτουργικού τυπικού,
που αναφέρεται στην τέλεση των Ιερών Ακολουθιών όλου του εκκλησιαστικού έτους.
Ο Αθανάσιος αναγνωρίσθηκε και καθιερώθηκε ως ο αναμορφωτής αρχηγέτης και
πατριάρχης του αθωνικού μοναχισμού. Η συμβολή του στην καθιέρωση και την αναγνώριση
του μοναχικού καθεστώτος της αθωνικής πολιτείας υπήρξε καταλυτική και
πανθομολογούμενη.Στη Μονή αυτή έμεινε ο Άγιος
Αθανάσιος για σαράντα χρόνια. Κατά τη διάρκεια οικοδόμησης μιας εκκλησίας,
κατέρρευσε ένα τμήμα του τρούλου και τον καταπλάκωσε, με αποτέλεσμα να τον
σκοτώσει, ενώ κατά μία άλλη εκδοχή βρήκε τραγικό θάνατο όταν μαζί με άλλους
μοναχούς έπεσαν από την κόγχη του Ιερού. Η μνήμη του τιμάται στις 5
Ιουλίου.
Τα θαύματά του
Ο μοναχός Αθανάσιος ο
αποθηκάριος, στην αρχή της μοναχικής του ζωής, ευρισκόμενος κάποτε στον
Μυλοπόταμο, έπαθε υδρωπικία. Βλέποντας την κατάστασή του, ο Όσιος του υπέδειξε
να μεταβεί στη Λαύρα, για να θεραπευθεί από τον ιατρό της μονής. Όταν έφθασε
εκεί, οι ιατροί που τον εξέτασαν δεν πίστευαν ότι θα θεραπευόταν. Τότε ο πατήρ
τον λυπήθηκε για την κατάστασή του και, αφού άγγιξε με το χέρι του την κοιλιά
του, είπε: «Ύπαγε, τέκνον, της χάριτος του Θεού. Ουδέν κακόν έχεις». Αμέσως με
τον λόγο ο μοναχός θεραπεύτηκε.
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΜΕΓΙΣΤΗΣ ΛΑΥΡΑΣ |
H
εμφάνιση της Παναγίας
Κατά το έτος 963 εκδηλώθηκε
λιμός στην αυτοκρατορία, ένεκα του οποίου επροκλήθη έλλειψη τροφών και στο Άγιο
Όρος. Επειδή είχε ξεκινήσει η κατασκευή της Λαύρας και η εξάντληση υλικών και
τροφίμων δημιουργούσε τεράστιο πρόβλημα, ο Όσιος αποφάσισε να μεταβεί στις Καρυές,
για να συμβουλευθεί τον Πρώτο και τους γέροντες επί του πρακτέου. Ενώ λοιπόν περπατούσε
προς τις Καρυές, σε αρκετή απόσταση από τη μονή συνάντησε μια σεμνή και ωραία
γυναίκα. Από τη θέα της ταράχθηκε. Αλλά πρώτη η γυναίκα ρώτησε τον Αθανάσιον:
«Πόθεν έρχεσαι, Αθανάσιε, και πού πορεύεσαι;». Έκπληκτος ο Όσιος απάντησε:
«Ποία είσαι εσύ η οποία μου ομιλείς και γνωρίζεις το όνομά μου;». «Εγώ είμαι η
Μητέρα του Κυρίου και προστάτης σου», απάντησε εκείνη και συνέχισε: «Αλλά πες
μου, γιατί εγκαταλείπεις την Λαύρα και πού πηγαίνεις;». Και ο Όσιος απάντησε:
«Δεν πιστεύω ότι είσαι η Κεχαριτωμένη εάν δεν δώ κάποιο σημάδι». «Δίκιο έχεις,
Αθανάσιε. Γιά να πιστέψεις, ιδού», απάντησε. «Χτύπησε σταυροειδώς με τη ράβδο
σου αυτήν την πέτρα, επικαλούμενος το όνομα της Παναγίας Τριάδος, και θα δείς αμέσως
να αναβλύζει άφθονο και αστείρευτο νερό». Αφού πείσθηκε ο Όσιος, χτύπησε την πέτρα
και αμέσως ανέβλυσε νερό από το σημείο εκείνο που έκτοτε ονομάσθηκε ύδωρ του
αγιάσματος, και χτίσθηκε το εξωκλήσι της Ζωοδόχου Πηγής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου